προεκκομίζω

From LSJ
Revision as of 11:54, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεκκομίζω Medium diacritics: προεκκομίζω Low diacritics: προεκκομίζω Capitals: ΠΡΟΕΚΚΟΜΙΖΩ
Transliteration A: proekkomízō Transliteration B: proekkomizō Transliteration C: proekkomizo Beta Code: proekkomi/zw

English (LSJ)

A carry out beforehand, Hdt.2.63: metaph., ὑπὸ τῆς τύχης -κομισθεὶς ἀναίμακτος Plu.Tim. 37. 2 Med., remove first, τῇ χειρί Hippiatr.75.

German (Pape)

[Seite 718] vorher heraustragen, -schaffen; Her. 2, 63; Plut. Timol. 37.

Greek (Liddell-Scott)

προεκκομίζω: ἐκκομίζω, ἐκφέρω πρότερον, Ἡρόδ. 2. 63, Πλουτ. Τιμολ. 37.

French (Bailly abrégé)

emporter, particul. porter en terre auparavant.
Étymologie: πρό, ἐκκομίζω.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
μέσ. προεκκομίζομαι
κινώ, μετακινώ κάτι αρχικά («προεκκομίσασθαι τῇ χειρί», Ιππιατρ.)
αρχ.
μεταφέρω κάτι προηγουμένως («τὸ δὲ ἄγαλμα... προεκκομίζουσι τῇ προτεραίῃ ἐς ἄλλο οἴκημα ἱρόν» Ηρόδ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκκομίζω «μεταφέρω, μετακινώ»].

Greek Monotonic

προεκκομίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, μεταφέρω, εκφέρω από πριν, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εκκομίζω vooraf wegbrengen.

Russian (Dvoretsky)

προεκκομίζω: раньше выносить, заблаговременно переносить (τὸ ἄγαλμα εἰς ἄλλο οἴκημα Her.): τῶν κακῶς προεκκομισθείς Plut. ускользнувший от несчастий.

Middle Liddell

fut. attic ιῶ
to carry out beforehand, Hdt.