πρυμνώρεια

From LSJ
Revision as of 17:45, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρυμνώρεια Medium diacritics: πρυμνώρεια Low diacritics: πρυμνώρεια Capitals: ΠΡΥΜΝΩΡΕΙΑ
Transliteration A: prymnṓreia Transliteration B: prymnōreia Transliteration C: prymnoreia Beta Code: prumnw/reia

English (LSJ)

ἡ, (ὄρος) A lower slope, foot of a mountain, Il.14.307, Pisand.Larandensis ap. St.Byz. s.v. Νιφάτης.

German (Pape)

[Seite 802] ἡ, der äußerste oder unterste Theil des Berges; ἐν πρυμνωρείῃ πολυπίδακος Ἴδης, Il. 14, 307, Schol. τὰ ἔσχατα καὶ κατώτατα τῶν ὀρῶν; vgl. Pisander bei St. B. v. Νιφάτης.

Greek (Liddell-Scott)

πρυμνώρεια: ἡ, (ὄρος) τὸ κατώτατον μέρος τοῦ ὄρους, οἱ πρόποδες αὐτοῦ Ἰλ. Ξ. 307, Πείσανδρος παρὰ Στεφ. Β. ἐν λ. Νιφάτης. (Ἐσχήματίσθη κατὰ τὸ ἀκρώρεια, πρβλ. πρύμνα). - Κατὰ Φώτιον: «πρυμνώρειαν: τὸ κάτω μέρος τοῦ ὄρους», ἀλλὰ καθ’ Ἡσύχ. τοὐναντίον «πρυμνώρεια· ἀκρώρεια, ἄκρον ὄρους, τὸ ἔσχατον μέρος».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
extrémité d’une montagne.
Étymologie: πρυμνός, ὄρος.

Greek Monolingual

ἡ, Α
το κατώτατο τμήμα ενός βουνού, οι πρόποδές του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + -ώρεια (< ὄρος), μέσω ενός αμάρτυρου πρυμνώρης (πρβλ. κρημν-ώρεια). Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

πρυμνώρεια: ἡ (ὄρος), πόδια, πρόποδες βουνού, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρυμνώρεια -ας, ἡ [πρυμνός, ὄρος] voet van een berg.

Russian (Dvoretsky)

πρυμνώρεια: ἡ основание горы, подошва (πολυπύδακος Ἴδης Hom.).

Middle Liddell

πρυμν-ώρεια, ἡ, ὄρος
the foot of a mountain, Il.