πρότασις
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
εως, ἡ, (προτείνω) A putting forward: in concrete sense, that which is put forward; hence, 1 in Logic, proposition, π. ἐστι λόγος καταφατικὸς ἢ ἀποφατικός τινος κατά τινος Arist.APr.24a16: esp. premiss of a syllogism, ἐκ δύο προτάσεων [πᾶς συλλογισμός] ib. 42a32; ἡ ἑτέρα, ἡ τελευταία π., the minor premiss, Id.EN1143b3, 1147b9; = ἀξίωμα, Plu.2.1009c, al. b Math., enunciation of a proposition, Autol.2.6, al., Archim.Sph.Cyl. 2Praef.. (pl.), Eratosth. Praef. (pl.), Dioph. 1 Def.11 (pl.), Procl.in Ti.2.190d. 2 Gramm., hypothetical clause of a sentence, answered by the ἀπόδοσις, D.L.3.52. 3 question proposed, problem, Sor.1.27, Plu.2.736e, Ath.6.234c, etc. 4 the earlier part of a dramatic poem. opp. ἐπίτασις (in which the action begins) and καταστροφή, Donat. in CGFp.69 K. 5 proposal, Milet.7.67 (perhaps i B.C.), PMonac.6.80 (vi A.D.): pl., proposals for peace, App.Mac.9.3. II stretching out, 'urge', αἱ τοῦ πάθους π. Plot.4.4.44.
German (Pape)
[Seite 790] ἡ, vorgelegte Frage od. Aufgabe, πρότασιν προτείνειν, ἀπολύσασθαι, Ath. VI, 234 c. – Der Vordersatz in der Logik u. Rhetorik; Arist. anal. 1, 1; S. Emp. u. A.; auch λῆμμα, Ggstz ἐπίτασις. – Auch ein Theil des dramatischen Gedichtes, Ggstz ἐπίτασις, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
πρότᾰσις: ἡ, (προτείνω) τὸ ἐκτείνειν πρὸς τὰ ἐμπρός, προτάσιες πνευμάτων, κοπώδεις προσπάθειαι πρὸς ἀναπνοήν, Ἱππ. 396, 42· ἴδε Foës Oec. ΙΙ. (ἐπὶ παθ. σημασίας) τὸ προβαλλόμενον ἢ προτεινόμενον· ὅθεν, 1) ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστ., πρότασίς ἐστι λόγος καταφατικὸς ἢ ἀποφατικός τινος κατά τινος Ἀναλ. Προτ. 1. 1, 2· μάλιστα τὸ δεδομένον ἐν τῷ συλλογισμῷ, ἐκ δύο προτάσεων [πᾶς συλλογισμὸς] αὐτόθι 1. 25, 8· κτλ.· ― ἡ πρότασις εἶνε ἡ μείζων, ἡ ἑτέρα δὲ ἢ ἡ τελευταία ἡ ἐλάσσων, Ἠθικ. Νικ. 6. 11, 4., 7. 3, 13· πρβλ. προτείνω ΙΙΙ.· = ἀξίωμα, Πλούτ. 2, 1011Ε, 1009Β. 2) παρὰ τοῖς γραμμ. ἡ πρότασις τοῦ ὑποθετικοῦ λόγου, πρὸς ἣν ἀνταποκρίνεται ἡ ἀπόδοσις· πρβλ. Διογ. Λ. 3. 51. 3) ζήτημα προτεινόμενον, πρόβλημα, Ἀθήν. 234C, Πλούτ. 2, 736Ε, κτλ. 4) τὸ πρῶτον μέρος δράματος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπίτασις (ὅταν ἄρχηται ἡ ἐνέργεια) καὶ πρὸς τὸ καταστροφή, Donat. ἐν Terent. Andr. prolog. 1· ― ὅθεν προτατικὸν πρόσωπον, ὅπερ μόνον ἐν τῇ προτάσει εἰσάγεται, αὐτόθι. ― Περὶ τῆς λέξεως πρότασις καθόλου ἴδε Σουΐδ. ἐν λ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 question proposée;
2 t. de gramm. proposition ; t. de log. prémisse.
Étymologie: προτείνω.
Greek Monotonic
πρότᾰσις: ἡ (προτείνομαι), πρόταση, δήλωση, δεδομένο συλλογισμού ή επιχειρήματος, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
πρότᾰσις: εως ἡ
1) лог. положение, предложение: π. ἐστι λόγος καταφατικὸς ἢ ἀποφατικὸς τινὸς κατά τινος Arst. предложение есть утверждение или отрицание чего-л. о чем-л.;
2) лог. (пред)посылка: οἱ τρεῖς ὅροι δύο προτάσεις Arst. три термина (составляют) две посылки;
3) вопрос (для обсуждения), тема (προτάσεις καὶ προκλήσεις Plut.);
4) грам. протасис, обусловливающая часть периода.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρότασις -εως, ἡ [προτείνω] log. propositie; Aristot. Rh. 1358a18; premisse (van syllogisme). Aristot. EN 1143b3.
Middle Liddell
πρό-τᾰσις, εως, [προτείνομαι]
a proposition, the premiss of a syllogism, Arist.