πυρηφόρος
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
ον, poet. for πυροφόρος, wheatbearing, πεδίον Od.3.495, h.Ap.228.
German (Pape)
[Seite 821] poet. statt πυροφόρος, Weizen tragend; πεδίον, Od. 3, 495; h. Apoll. 228.
Greek (Liddell-Scott)
πῡρηφόρος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ πυροφόρος, ὁ φέρων σῖτον, σιτοφόρος, πεδίον Ὀδ. Γ. 495, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 228.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. πυροφόρος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) βλ. πυροφόρος (II).
Greek Monotonic
πῡρηφόρος: -ον (πυρός, φέρω), ποιητ. αντί πυροφόρος, αυτός που έχει σιτάρι, σιτοφόρος, σε Ομήρ. Οδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρηφόρος -ον [πυρός, φέρω] tarwe voortbrengend:. πεδίον πυρηφόρον tarwe-voortbrengende vlakte Od. 3.495.
Russian (Dvoretsky)
πῡρηφόρος: Hom., HH = πυροφόρος.
Middle Liddell
πῡρη-φόρος, ον, πυρός, φέρω [poetic for πυροφόρος
wheat-bearing, Od.