σκιαρόκομος

From LSJ
Revision as of 11:52, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐᾰρόκομος Medium diacritics: σκιαρόκομος Low diacritics: σκιαρόκομος Capitals: ΣΚΙΑΡΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: skiarókomos Transliteration B: skiarokomos Transliteration C: skiarokomos Beta Code: skiaro/komos

English (LSJ)

ον, A with shading leaves, ὕλη E.Ba.875 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 898] mit Haaren, Blättern beschattend od. beschattet, ὕλη Eur. Bacch. 874.

Greek (Liddell-Scott)

σκιᾰρόκομος: -ον, ὁ ἔχων φύλλα σκιάζοντα, «φουντωτός», ὕλη Εὐρ. Βάκχ. 876, ἴδε Elmsl.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au feuillage ombreux.
Étymologie: σκιαρός, κόμη.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει πυκνά φύλλα τα οποία παρέχουν βαθιά σκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιαρός + -κομος (< κόμη), πρβλ. χρυσό-κομος].

Greek Monotonic

σκῐᾰρόκομος: -ον (κόμη), αυτός που έχει σκιερό, πυκνό φύλλωμα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

σκιᾰρόκομος: густолиственный, тенистый (ὕλη Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκιαρόκομος -ον [σκιαρός, κόμη] met lokken die schaduw geven (d.w.z. met schaduwrijk bladerdak).

Middle Liddell

σκιᾰρό-κομος, ον, κόμη
with shading leaves, Eur.