συνεισπλέω

From LSJ
Revision as of 13:50, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεισπλέω Medium diacritics: συνεισπλέω Low diacritics: συνεισπλέω Capitals: ΣΥΝΕΙΣΠΛΕΩ
Transliteration A: syneispléō Transliteration B: syneispleō Transliteration C: syneispleo Beta Code: suneisple/w

English (LSJ)

A sail into together, εἰς λιμένα X.HG1.6.16: abs., Eun.VSp.485 B.

German (Pape)

[Seite 1011] (s. πλέω), mit oder zugleich hineinschiffen, -fahren, εἰς λιμένα, Xen. Hell. 1, 6, 16.

Greek (Liddell-Scott)

συνεισπλέω: εἰσπλέω ὁμοῦ, Καλλικρατίδας ξυνεισέπλευσεν εἰς τὸν λιμένα Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 16.

French (Bailly abrégé)

entrer ensemble ou en même temps dans un port.
Étymologie: σύν, εἰσπλέω.

Greek Monolingual

Α
εισπλέω μαζί με κάποιον ή συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰσπλέω «καταπλέω, μπαίνω σε λιμάνι»].

Greek Monotonic

συνεισπλέω: μέλ. -πλεύσομαι, εισπλέω από κοινού, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συνεισπλέω: вместе или одновременно входить (на корабле) (εἰς λιμένα Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εισπλέω tegelijk binnenvaren, met εἰς + acc. in.

Middle Liddell

fut. -πλεύσομαι
to sail into together, Xen.