συνεξορμάω
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
A help to urge on, Isoc.10.52; τὰ ζῷα πρὸς τοὺς συνδυασμούς Plu.2.685e; ὁ ἥλιος σ. τὰ πνεύματα assists in raising them, Arist.Mete.361b14. II intr., rush forth or sally out together, X.Cyr.1.4.20 (v.l. ἐξορμᾷ), 7.1.29, Hell.Oxy.15.3, Plb.10.37.6; ὕλη συνεξορμᾷ τῷ σίτῳ shoots up along with the corn, X.Oec.17.12,14:—Pass., D.C.41.9. 2 set out together, ἅμα ἡμῖν Arch.Pap.2.515.8 (i B.C.), cf. PTeb.18.8 (ii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεξορμάω: συμπαρορμῶ, συμπροτρέπω, ὅμως αὐτοὺς συνεξώρμησαν καὶ συνέπεμψαν Ἰσοκρ. 216C· τινα πρός τι Πλούτ. 2. 685Ε· ὁ ἥλιος καὶ παύει καὶ συνεξορμᾷ τὰ πνεύματα, βοηθεῖ, συντελεῖ καὶ εἰς παῦσιν καὶ εἰς ἐξέγερσιν τῶν ἀνέμων, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 1. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐξορμῶ, ἐξέρχομαι, ποιῶ ἔξοδον ὁμοῦ, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 20., 7. 1, 29· ὕλη συνεξορμᾷ τῷ σίτῳ, ἐκβλαστάνει, φύεται ὁμοῦ μετὰ τοῦ σίτου, ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 17, 12 καὶ 14· ― οὕτως ἐν τῷ παθητ., Δίων. Κ. 41. 9.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 tr. pousser ou exciter en même temps;
2 intr. s’élancer ou partir avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξορμάω.
Greek Monotonic
συνεξορμάω: μέλ. -ήσω,
I. προτρέπω, εξεγείρω, παρορμώ, παρακινώ από κοινού, σε Ισοκρ.
II. αμτβ., εξορμώ, επιπίπτω ή κάνω επιδρομή, εκστρατεύω, από κοινού, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συνεξορμάω:
1) одновременно возбуждать (πάθος τι Plut.);
2) побуждать (τινα πρός τι Plut.);
3) поднимать (τὰ πνεύματα Arst.);
4) одновременно устремляться, бросаться вперед Xen.;
5) вместе подниматься вверх, вместе стремительно расти (ὕλη συνεξορμῶσα τῷ σίτῳ Xen.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εξορμάω met acc. samen aansporen, mede aansporen. intrans. tegelijk naar voren stormen.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to help to urge on, Isocr.
II. intr. to rush forth or sally out together, Xen.