χρυσοφαής

From LSJ
Revision as of 15:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Οὐδεὶς τὸ μέλλον ἀσφαλῶς ἐπίσταται (βουλεύεται) → Haud de futuro tota quis deliberat → Die Zukunft bringt, was mit Gewissheit keiner kennt

Menander, Monostichoi, 412
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοφᾰής Medium diacritics: χρυσοφαής Low diacritics: χρυσοφαής Capitals: ΧΡΥΣΟΦΑΗΣ
Transliteration A: chrysophaḗs Transliteration B: chrysophaēs Transliteration C: chrysofais Beta Code: xrusofah/s

English (LSJ)

ές, Boeot. χρουσο- Corinn.Supp.1.20:—A gold-shining, κάλπιδες l. c.; Ἅλιος E.Hec.636 (lyr.); Ἔρως Id.Hipp.1275 (lyr.); στέφανος Epigr. ap. Plu.Flam.12; also χρυσοφάη θεράπαιναν Ἀφροδίτας Sapph. 57A.

German (Pape)

[Seite 1382] ές, golden leuchtend, scheinend, goldglänzend; ἥλιος Eur. Hec. 634; στέφανος Ep. ad. 165 (App. 352); Maneth. 2, 19; auch Ael. H. A. 17, 2.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοφαής: -ές, ὁ λάμπων ὡς χρυσός, ἥλιος Εὐρ. Ἑκ. 636· ἔρως ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 1276· στέφανος Ἀνθ. Παλατ. παράρτ. 352.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a l’éclat de l’or.
Étymologie: χρυσός, φάος.

Spanish

radiante como el oro

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που λάμπει σαν το χρυσάφι (α. «ὁ χρυσοφαὴς Ἥλιος», Ευρ.
β. «Ἔρως χρυσοφαής», Ευρ.
γ. «χρυσοφαὴς Σελήνη», Μάξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -φαής (< φάος), πρβλ. ψευδο-φαής].

Greek Monotonic

χρῡσοφαής: -ές (φάος), αυτός που έχει χρυσό φως, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοφᾰής:
1) сияющий золотом (ἥλιος Eur.; στέφανος Anth.);
2) златокрылый или лучезарный (Ἔρως Eur.).

Middle Liddell

χρῡσο-φαής, ές φάος
with golden light, Eur.