ψυχρολουσία
From LSJ
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
English (LSJ)
ἡ, a bathing in cold water, Hp.Mul.2.110, Thphr. Sud.16: pl., D.C.53.30, Sor.1.56.
German (Pape)
[Seite 1405] ἡ, das Baden in kaltem Wasser; Theophr.; plur., D. C. 53, 30.
Greek (Liddell-Scott)
ψυχρολουσία: ἡ, τὸ λούεσθαι ἐν ψυχρῷ ὕδατι, Ἱππ. 638, Θεοφρ. περὶ Ὀσμῶν 16· ἐν τῷ πληθ., Δίων Κάσσ. 53. 30.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ ψυχρολούτης
λούσιμο με κρύο νερό, ιδίως για θεραπευτικούς λόγους
νεοελλ.
μτφ.
1. κατευνασμός ενθουσιασμού, διάψευση ελπίδων, απογοήτευση
2. επίπληξη, κατσάδα.