ἀμήνιτος

From LSJ
Revision as of 16:45, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμήνῑτος Medium diacritics: ἀμήνιτος Low diacritics: αμήνιτος Capitals: ΑΜΗΝΙΤΟΣ
Transliteration A: amḗnitos Transliteration B: amēnitos Transliteration C: aminitos Beta Code: a)mh/nitos

English (LSJ)

ον, (μηνίω) A not angry, Hdt.9.94; βάξις A.Supp.975; χειμὼν Ἀχαιῶν οὐκ ἀμήνιτος θεοῖς Id.Ag.649. Adv. -τως ib.1036.

German (Pape)

[Seite 123] dasselbe, Her. 9. 94; bes. von den Göttern, Plut., neben εὐμενής; bei Aesch. ist βάξις ἀμ., Suppl. 953, nicht Zorn veranlassend; aber χειμὼν οὐκ ἀμ. θεοῖς, der durch der Götter Zorn veranlaßte Sturm. – Adv. -τως, Ag. 1006, zornlos.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμήνῑτος: -ον, (μηνίω) ὁ μὴ ὢν ὠργισμένος ἢ ὀργίλος, Ἡρόδ. 9. 94· βάξις Αἰσχύλ. Ἱκ. 975· χειμὼν Ἀχαιῶν οὐκ ἀμήνιτος θεοῖς = ἐπέμφθη κατ’ αὐτῶν οὐχὶ ἄλλως, εἰμὴ ἕνεκα τῆς ἰδιαιτέρας ὀργῆς τῶν θεῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 649 (ἔνθα ὁ Dobree διώρθωσεν Ἀχαιοῖς οὐκ ἀμήνιτος θεῶν). ― Ἐπίρρ. -τως αὐτόθι 1034.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 non inspiré, non causé par le ressentiment;
2 sans ressentiment;
II. qui ne cause pas de ressentiment, qui n’irrite pas.
Étymologie: , μηνίω.

Spanish (DGE)

(ἀμήνῑτος) -ον
I 1no resentido, no airado, βάξις A.Supp.975, ἔφη ... <ἂν> ἀμήνιτος εἶναι Hdt.9.94, θεός Plu.2.413d, τὸ δαιμόνιον Plu.2.578a, cf. PMag.7.572, διαφυλάττων ... ἵλεω καὶ ἀμήνιτον ἐμαυτόν Plu.2.464c, παρέξεις ἄθυμον καὶ ἀμήνιτον σεαυτόν Plu.2.90d, cf. 2.167d, 741a.
2 no producido por ira o resentimiento λέγων χειμῶν' Ἀχαιῶν οὐκ ἀμήνιτον θεοῖς contando el temporal de los aqueos, en que no estuvo ausente la ira de los dioses A.A.649.
II adv. -ως sin ira, sin resentimiento σ' ἔθηκε Ζεὺς ἀ. A.A.1036, cf. Achae.15, Plu.2.95d, Hsch.

Greek Monolingual

ἀμήνιτος, -ον (Α)
ο μη οργισμένος ή μη οργίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μηνίω «είμαι οργισμένος»].

Greek Monotonic

ἀμήνῑτος: -ον (μηνίω), χωρίς οργή ή θυμό, σε Ηρόδ.· χειμὼν οὐκ ἀμήνιτας θεοῖς, σταλμένος όχι από την ιδιαίτερη μήνι των ουρανίων, σε Αισχύλ.· επίρρ. -τως, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμήνιτος: не гневный, благосклонный, кроткий (βάξις Aesch.; τὸ δαιμόνιον Plut.): χειμὼν Ἀχαιοῖς οὐκ ἀ. θεῶν Aesch. буря, ниспосланная на ахейцев гневом богов; ἔφη τοῦ λοιποῦ ἀ. εἶναι Her. он сказал, что впредь гневаться не будет.

Middle Liddell

μηνίω
not angry or wrathful, Hdt.; χειμὼν οὐκ ἀμήνιτος θεοῖς sent not but by the special wrath of heaven, Aesch.:—adv. -τως, Hdt.