ἀνακλώθω

From LSJ
Revision as of 10:12, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακλώθω Medium diacritics: ἀνακλώθω Low diacritics: ανακλώθω Capitals: ΑΝΑΚΛΩΘΩ
Transliteration A: anaklṓthō Transliteration B: anaklōthō Transliteration C: anaklotho Beta Code: a)naklw/qw

English (LSJ)

of the Fates, undo the thread of one's life, change one's destiny, Luc.Hist.Conscr.38; Μοιρῶν νῆμ' ἀνέκλωσαν [αἱ Μοῦσαι] IG 14.1188.

German (Pape)

[Seite 192] zurückspinnen, von den Parzen, d. h. das Schicksal ändern. Luc. Iup. conf. 7, neben ἀλλάττειν, Quom. hist. 38 neben μετατρέπω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακλώθω: ἐπὶ τῶν Μοιρῶν, κλώθω ἐκ νέου τὸ νῆμα τῆς ζωῆς τινος, μεταβάλλω τὴν τύχην του, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 38· Μοιρῶν νῆμ’ ἀνέκλωσαν [αἱ Μοῦσαι] Συλλογ. Ἐπιγρ. 6092.

French (Bailly abrégé)

dévider à rebours, càd changer la destinée de qqn.
Étymologie: ἀνά, κλώθω.

Spanish (DGE)

volver a hilar, e.e., cambiar el destino de τὰ πραχθέντα Luc.Hist.Cons.38, cf. IConf.7, IG 14.1188.11 (Roma), Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1400C.

Greek Monolingual

ἀνακλώθω)
νεοελλ.
κλώθω εκ νέου, ξανακλώθω
αρχ.
(για τις Μοίρες) ξετυλίγω το νήμα της ζωής κάποιου, μεταβάλλω την τύχη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κλώθω.

Greek Monotonic

ἀνακλώθω: μέλ. -σω, λέγεται για τις Μοίρες, αλλάζω το νήμα της ζωής κάποιου, αλλάζω τη μοίρα του, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακλώθω: (о Мойрах) досл. прясть обратно, перен. переделывать, изменять судьбу (ἀλλάττειν τι καὶ ἀ. Luc.).

Middle Liddell


of the Fates, to undo the thread of one's life, to change one's destiny, Luc.