ἀπουρίζω

From LSJ
Revision as of 17:15, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")

πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπουρίζω Medium diacritics: ἀπουρίζω Low diacritics: απουρίζω Capitals: ΑΠΟΥΡΙΖΩ
Transliteration A: apourízō Transliteration B: apourizō Transliteration C: apourizo Beta Code: a)pouri/zw

English (LSJ)

(οὖρος A = ὅρος) only in Il.22.489 ἄλλοι γάρ οἱ ἀπουρίσσουσιν (lon. for ἀφοριοῦνται, Sch.Ven.A) ἀρούρας others will mark off the boundaries of his fields, i.e. take them away from him; better ἀπουρήσουσι will take away; cf. ἀπούρας. II v.l. for ἐπουρίζω, Ph.1.668.

German (Pape)

[Seite 333] nur Il. 22, 489, als v. l., ἄλλοι γάρ οἱ ἀπουρίσσουσιν ἀρούρας, ion. statt ἀφορίζω, sie werden ihm die Felder abgrenzen, d. i. schmälern; besser ist die andere Lesart ἀπουρήσουσιν, sie werden wegnehmen, s. ἀπαυράω; vgl. Buttm. Lexil. I p. 78.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπουρίζω: μέλλ. -ίσω· ἐντεῦθεν τὸ ἐν Ἰλ. Χ. 489 ἄλλοι γάρ οἱ ἀπουρίσσουσιν ἀρούρας (Ἰων. ἀντὶ ἀφοριοῦνται, Σχόλ. Ἑνετ. Α), ἄλλοι θὰ θέσωσι τὰ ὅρια τῶν κτημάτων του, ὅ ἐ. θὰ τὰ ἀφαιρέσωσιν ἀπ’ αὐτοῦ. Ἀλλ’ ἐν Ἑνετ. Σχολ. Β. ἀναγιγνώσκεται ἀπουρήσουσιν, ὅπερ ὁ Βουττμ. ἀποδέχεται ὡς ἀπαυρήσουσι, θὰ ἀφαιρέσωσιν, ἴδε Λεξίλογ. ἐν λ. ἀπαυρᾶν 2.

French (Bailly abrégé)

seul. f. 3ᵉ pl. ἀπουρίσσουσιν;
1 ion. c. ἀφορίζω;
2 déplacer les bornes (d’un champ), càd empiéter sur, usurper.
Étymologie: ἀπό, οὐρίζω².

English (Autenrieth)

(οὖρος): only fut., ἀπουρίσσουσιν ἀρούρᾶς, shall remove the boundary stones of (i. e. appropriate) his fields, Il. 22.489†.

Spanish (DGE)

v. ἀφορίζω.

Greek Monolingual

ἀπουρίζω (Α) [[[ούρος]]=όρος]
καθορίζω τα σύνορα.

Greek Monotonic

ἀπουρίζω: Επικ. αντί ἀφ-ορίζω· Επικ. μέλ. ἄλλοι οἱ ἀπουρίσσουσιν ἀρούρας, άλλοι θα οριοθετήσουν τα κτήματά του, σε Ομήρ. Ιλ.· άλλοι διαβάζουν ἀπ-ουρήσουσι = ἀπ-αυρήσουσι (από ἀπ-αυράω), θα αφαιρέσουν.

Russian (Dvoretsky)

ἀπουρίζω: (только 3 л. pl. fut. ἀπουρίσσουσιν) смешать границы, т. е. убавлять (ἀρούρας Hom.).

Middle Liddell

[ἀφόριζω]
will mark off, i. e. contract, the boundaries of his fields, Il.: others read ἀπ-ουρήσουσι, = ἀπ-αυρήσουσι (from ἀπ-αυράω) will take away.