ἀφίπταμαι
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
A = ἀποπέτομαι, fly away, E.IA1608, Luc.Somn.16, Lib. Decl.51.15, Aët.7.103.
German (Pape)
[Seite 412] (s. ἵπταμαι), wegfliegen, Eur. I. A. 1608; Luc. Pisc. 35 u. öfter; aor. ἀποπτάμενος Mar. D. 14, 2; Plut. Brut. 37.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφίπταμαι: ἀποπέτομαι, πετόμενος ἀπομακρύνομαι, φεύγω μακράν, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 1608.
French (Bailly abrégé)
part. ao. ἀποπτάμενος;
s’envoler.
Étymologie: ἀπό, ἵπταμαι.
Spanish (DGE)
alejarse volando ἡ παῖς ... πρὸς θεοὺς ἀφίπτατο tu hija voló hacia los dioses E.IA 1608
•de aves ἀφιπτάμενα τὰ ὄρνεα Did.CP 14.20, πελαργός D.P.Au.1.31, de pers. en un sueño, Luc.Somn.16
•fig. levantar el vuelo e.d. esfumarse ἐμβάντες Tat.2.18.4
•del alma escaparse volando e.d. morir πῶς οὐχ ἡ ψυχή μοι τοῦ ὀδόντων ἕρκους ἀφίπταται; Lib.Decl.51.15, cf. Thdt.H.Rel.1.8
•c. gen. desviar la atención τοῦ σκόπου Aët.7.104.
Greek Monolingual
ἀφίπταμαι (Α) ίπταμαι
φεύγω πετώντας.
Russian (Dvoretsky)
ἀφίπταμαι: (part. aor. ἀποπτάμενος)
1) улетать Eur., Plut., Luc.;
2) перен. уноситься, подниматься (τὸ θερμὸν εἰς τὴν ἄνω χώραν ἀποπτάμενον Plut.).