ἀφυπνίζω

From LSJ
Revision as of 12:13, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφυπνίζω Medium diacritics: ἀφυπνίζω Low diacritics: αφυπνίζω Capitals: ΑΦΥΠΝΙΖΩ
Transliteration A: aphypnízō Transliteration B: aphypnizō Transliteration C: afypnizo Beta Code: a)fupni/zw

English (LSJ)

A awaken from sleep, E.Rh.25, Plu.Nic.9, Longus 1.25, etc.:—Pass., wake up, keep awake, Cratin.306 (lyr.), Pherecr.191 (lyr.): intr. in Act., Philostr.VA2.36.

German (Pape)

[Seite 416] 1) aus dem Schlaf erwecken, ἀφύπνισον Eur. Rhes. 25; Long. Past. 1, 25. – Pass., aus dem Schlafe erwachen, Ath. X, 438 d Cratin. Aristid. or. 49; ἀφυπνισθῆναι Phereer. B. A. 473 erkl. ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι; vgl. Ael. V. H. 1, 13; so im act., Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφυπνίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, ἐξεγείρω τινὰ τοῦ ὕπνου, Εὐρ. Ρῆσ. 25, Πλουτ. Νικ. 9· ― Παθ. ἐξεγείρομαι ἐκ τοῦ ὕπνου, διαμένω ἄγρυπνος, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 5, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 31· οὕτω καὶ ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., Φιλόστρ. ἐν Βίῳ Ἀπολλ. 2. 36. 1: ― ἐντεῦθεν οὐσιαστ., -πνισις, ἡ, Βυζ.· -νισμός, ὁ Εὐστ. 1297. 31· -νιστής, οῦ, ὁ, Βυζ.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀφύπνισα;
éveiller ; Pass. s’éveiller.
Étymologie: ἀπό, ὕπνος.

Spanish (DGE)

1 intr. despertarse Ἕκτορ, ... ἀφύπνισον E.Rh.25, οἱ μὲν ἔτι καθεύδοντες, οἱ δὲ ἄρτι ἀφυπνίζοντες Polyaen.4.6.8, cf. Philostr.VA 2.36, en v. med.-pas. ἀφυπνίζεσθαι ... χρὴ πάντα θεατήν Eup.205, cf. Pherecr.204, Aristaenet.2.13.5, Hld.2.16.5
como aticismo, Phryn.195, Moer.56, Hdn.Philet.53.
2 tr. despertar τοὺς ... καθεύδοντας Plu.Nic.9, τὴν κόρην Philostr.VA 4.45, cf. Longus 1.25, Hld.5.34.2, ἑαυτόν despertarse Hld.5.22.4.

Greek Monolingual

(AM ἀφυπνίζω) υπνίζω
ξυπνώ κάποιον, κάνω κάποιον να ξυπνήσει
νεοελλ.
ξυπνώ αίσθημα ή πάθος που βρισκόταν σε λήθαργο, διεγείρω, ξεσηκώνω.

Greek Monotonic

ἀφυπνίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, σηκώνω, ξυπνώ κάποιον από τον ύπνο, σε Ευρ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀφυπνίζω: будить, пробуждать от сна Eur., Plut.

Middle Liddell

to wake one from sleep, Eur., Plut.