ἀχάριτος
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
[χᾰ], ον, = ἀχάριστος (ungracious, unpleasant, unpleasing, without grace, without charms, unfavourable, ungrateful, thankless), A unseemly, Plu.Sol.20; euphem., παθήματα ἀ. ἐόντα μαθήματα γέγονε Hdt.1.207. Adv. οὐκ -τως ἔφη Ath.7.281c, cf. Hermog.Id.2.11, D.C.66.9. 2 ungrateful, thankless, δῆμον εἶναι συνοίκημα ἀχαριτώτατον Hdt.7.156; χάρις ἀ. A.Ch.42 (lyr., Elmsl.), E.Ph.1757 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 417] = ἀχάριστος, ἀχάριτα (oder von ἄχαρις), Her. 1, 207; Plut. Sol. 20; superl. ἀχαριτώτατος Her. 7, 156.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχάρῐτος: -ον, = ἀχάριστος, ὁ μὴ ἔχων χάριν, Πλουτ. Σό. 20: ― παρ’ Ἡροδ. ὡς τὸ ἄχαρις κατ' εὐφημ., παθήματα ἀχάριτα ἐόντα Ἡρόδ. 1. 207. 2) ἀγνώμων, ἀχάριστος, δῆμον εἶναι συνοίκημα ἀχαριτώτατον ὁ αὐτ. 7. 156· χάρις ἀχάριτος, ὡς τὸ ἄχαρις, Εὐρ. Φοίν. 1757· καὶ ἀχάριτον διωρθώθη ὑπ’ Ἐλμσλ. χάριν τοῦ μέτρου, ἐν Αἰσχύλ. Χο. 42.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
1 désagréable ; par euph. p. pénible;
2 sans reconnaissance, ingrat ; χάρις ἀχάριτος ESCHL marque de reconnaissance qui n’en est pas une;
Sp. ἀχαριτώτατος.
Étymologie: ἀ, χάρις.
2gén. de ἄχαρις.
Spanish (DGE)
(ἀχάρῐτος) -ον
• Prosodia: [-χᾰ-]
I 1de poca gracia, poco divertido παιδιά Pl.Lg.761d, ἡδοναί D.Chr.6.12
•poco agraciado, feo πρόσωπον Demetr.Eloc.130, cf. Plu.Sol.20.
2 desagradecido δῆμον εἶναι συνοίκημα ἀχαριτώτατον Hdt.7.156.
3 que no favorece χάρις ἀ. ofrenda que no es ofrenda A.Ch.44, E.Ph.1757.
II adv. -ως
1 sin gracia, con poca gracia ἀ. ἔφη Ath.281c, cf. Hermog.Id.2.11, D.C.66.9.5.
2 de mala gana οὓς δὲ ἑώρα ἀ. ἑπομένους X.Cyr.7.4.14.
Greek Monolingual
ἀχάριτος, -ον (Α) χάρις
1. αχάριστος, αγνώμων
2. δυσάρεστος.
Greek Monotonic
ἀχάρῐτος: -ον = ἀχάριστος ή ἄχαρις, σε Ηρόδ.
2. αγνώμων, αχάριστος, στον ίδ.· χάρις ἀχάριτος, όπως ἄχαρις, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀχάριτος: Aesch., Eur., Her., Plut. = ἀχάριστος.
Middle Liddell
1. = ἀχάριστος or ἄχαρις, Hdt.
2. ungrateful, thankless, Hdt.; χάρις ἀχ., like χάρις ἄχαρις, Eur.