ἐγρηγορτί
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
[ῑ], Adv. awake, watching, Il.10.182.
German (Pape)
[Seite 712] wach, im Wachen, Il. 10, 182.
French (Bailly abrégé)
adv.
en veillant.
Étymologie: ἐγρήγορα.
Spanish (DGE)
adv. en alerta ἐ. σὺν τεύχεσιν ἥατο πάντες Il.10.182.
Greek Monolingual
ἐγρηγορτί επίρρ. (Α)
άγρυπνα.
Russian (Dvoretsky)
ἐγρηγορτί: (ῑ) adv. бодрствуя, без сна (σὺν τεύχεσιν εἵατο πάντες Hom.).