ἐμβαδίζω
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
walk on, ὄχθαις Ael.NA10.24; simply, walk, march, Ph.1.232, D.C.79.14.
German (Pape)
[Seite 803] einherschreiten; D. Cass. 79, 14 u. a. Sp.; ταῖς ὄχθαις, auf, Ael. H. A. 10, 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβαδίζω: βαδίζω ἐπάνω εἴς τι, τινὶ Αἰλ. π. Ζ. 10. 24· εἰσέρχομαι Δίων Κ. 79. 14.
French (Bailly abrégé)
marcher sur.
Étymologie: ἐν, βαδίζω.
Spanish (DGE)
adentrarse en, llegar hasta c. dat. o compl. de direcc. ταῖς ὄχθαις τοῦ ποταμοῦ Ael.NA 10.24, εἰς τὸ μνημεῖον Cyr.Al.M.74.136C
•abs. andar, caminar ὠρχεῖτο ... καὶ ἐμβαδίζων τρόπον τινά de alguna manera bailaba incluso mientras iba andando D.C.79.14.3.
Greek Monolingual
ἐμβαδίζω (Α)
1. βαδίζω επάνω σε κάτι
2. εισέρχομαι σε κάποιον χώρο.