ἐκστροφή
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ἡ, A dislocation, τῶν δακτύλων Alciphr.3.54; ἐ. τοῦ σφιγκτῆρος, eversio ani, Hippiatr.41 : metaph., τοῦ λόγου Plu.2.1072c. II transmutation of base metal, Zos.Alch.p.195 B. III inversion of uterus, Sor.1.73. IV projection of the eyes, Archig. ap. Orib.46.26.2.
German (Pape)
[Seite 779] ἡ, das Herausdrehen, z. B. τῶν δακτύλων, der Finger aus den Gelenken, Alciphr. 3, 54; τοῦ λόγου, Verdrehung, Plut. adv. Stoic. 27 M.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκστροφή: ἡ, στροφὴ πρὸς τὰ ἔξω, ἐξάρθρωσις, τῶν δακτύλων Ἀλκίφρων 3. 54· μεταφ., στρέβλωσις, λόγου Πλούτ. 2. 1072C.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
renversement, dislocation.
Étymologie: ἐκστρέφω.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Grafía: graf. ἐξτρ- PFam.Teb.38.10 (II d.C.)
I en sent. fís.
1 retorcimiento τῶν δακτύλων Alciphr.3.18.3, fig. τοῦ λόγου Plu.2.1072c.
2 medic. inversión τὴν ὑστέραν ἐπεσπάσαντο ... εἰς ἐκστροφήν tiraron del útero hasta darle la vuelta Sor.2.2.82.
3 medic. protrusión ὀφθαλμῶν ... ἐ. exoftalmia Archig. en Orib.46.27.2
•extracción τῶν αἱμορροΐδων Asclep. en Gal.13.313.
4 vet. pliegue, curva ἐμπλέκονται τῇ ἐκστροφῇ τοῦ σφιγκτῆρος se enroscan unos parásitos en la curva del esfínter, Hippiatr.41.1.
5 alquim. transmutación de un metal, Zos.Alch.195.22.
II fig. robo, sustracción de un bien ajeno ἐπ' ἐξτροφῇ con ánimo de robo, para robarnos, PFam.Teb.l.c., cf. PBerl.Möller 2.17 (I d.C.).
Greek Monolingual
η (AM ἐκστροφή)
1. η ενέργεια του εκστρέφω, στροφή προς τα έξω, αναστροφή
2. διαστροφή, στρέβλωση, εξάρθρωση, μετάθεση
3. μεταβολή τών αγενών μετάλλων σε χρυσάφι
4. ιατρ. η προς τα έξω αναστροφή (βλεννογόνου υμένα, μήτρας κ.λπ.)
5. (για μάτια) προεκβολή.
Russian (Dvoretsky)
ἐκστροφή: ἡ извращение (τοῦ λόγου Plut.).