ἐναγισμός
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ο, A offering to the dead, CIG1976 (Thessalonica), 3645 (Lampsacus), J.AJ19.4.6 (pl.), Plu.Pyrrh.31, D.C.77.12. II generally, sacrifice, in plural, J.BJ1.1.1, al.
German (Pape)
[Seite 824] ὁ, das Darbringen eines Todtenopfers, das Opfer selbst; τῷ παιδὶ τελεῖν Plut. Pyrrh. 31, u. öfter ποιεῖσθαι; vgl. Ath. IX, 410 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνᾰγισμός: ὁ, προσφορὰ εἰς τὰς σκιὰς τῶν νεκρῶν, Λατ. parentatio, Συλλ. Ἐπιγρ. 1976, 3645, Πλουτ. Πύρρος 31, Δίων Κ. 67, 9, κτλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
cérémonie funèbre, sacrifice expiatoire.
Étymologie: ἐναγίζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
ofrenda funeraria, sacrificio cultual
a) en el culto a los muertos en gener. ἐναγισμοὺς τοῖς ἀποθανοῦσιν ἐπιτελεῖν D.H.Th.18.6, cf. Plu.Pyrrh.31, ἐναγισμοὺς τοῖς τεθνηκόσι ποιεῖν Plu.2.272d, ἐπὶ τοῖς ἐν τῇ Ῥώμη τεθνηκόσιν D.C.67.9.6, cf. 77.12.6, ὁ δᾶμος τὰν ἐνταφὰν καὶ τὸν ἐναγισμόν Ἰατροκλεῖ IByzantion 316.3 (heleníst.), cf. ILampsakos 23.2 (I/II d.C.)
•c. gen. obj. Ἡφαιστίωνος ἐ. sacrificio en honor de Hefestión Plu.Alex.72, τοῦ ὑοῦ IEphesos 3803b.2 (IV d.C.);
b) a héroes τὸν ἐναγισμὸν τῷ ἥρῳ ἐπιτελεῖν Hld.2.35.2, cf. 34.7
•c. gen. obj. τοῦ ἥρωος Hld.4.20.3, ὁ τῶν Νηληιδῶν ἐ. sacrificio en honor de los hijos de Neleo Str.6.1.15
•c. dat. y gen. de la ofrenda εἰς ἐναγισμὸν Ἀριστομένει ταύρου SEG 23.207.13 (Mesene I a./d.C.);
c) a la divinidad τούς τ' ἐναγισμοὺς ἀποδοῦναι τῷ θεῷ I.BI 6.97, cf. 1.148.
Greek Monolingual
ἐναγισμός, ο (AM)
1. προσφορά θυσίας σε νεκρούς ή ήρωες
2. γεν. θυσίες, προσφορές συνήθ. στον πληθ..
Greek Monotonic
ἐνᾰγισμός: ὁ, προσφορά στα πνεύματα των νεκρών, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνᾰγισμός: ὁ жертвоприношение теням усопших, заупокойная жертва (τιμᾶν τεθνηκότα καὶ γεραίρειν ἐναγισμοῖς Plut.).
Middle Liddell
ἐνᾰγισμός, ὁ, n [from ἐναγίζω
an offering to the manes, Plut.