ἐντύφω

From LSJ
Revision as of 16:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντύφω Medium diacritics: ἐντύφω Low diacritics: εντύφω Capitals: ΕΝΤΥΦΩ
Transliteration A: entýphō Transliteration B: entyphō Transliteration C: entyfo Beta Code: e)ntu/fw

English (LSJ)

[ῡ], fut. -θύψω, A smoke as one does wasps, Ar.V.459:— Pass., smoulder, be on fire, Ph.1.455,al. II ἐντεθυμμέναι ἄμπελοι frost-bitten, EM458.42.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ῡ]
I 1ahumar, atufar σὺ προσθεὶς Αἰσχίνην ἔντυφε τὸν Σελλαρτίου tú añadiendo a Esquines el de Selartio atúfalas (al coro de avispas), Ar.V.459 (cód.).
2 agr. socarrar, quemar part. perf. pas. socarrado por la helada ἀμπελῶνες ἐντεθυμμένοι EM 458.42G.
II en v. med.-pas.
1 humear, mantenerse como rescoldo τὸ γὰρ κεραύνιον πῦρ Ph.2.21, fig., de abstr., de la ἀπαιδευσία Ph.1.361, ἐντυφέσθω τι καλοκἀγαθίας ἐμπύρευμα ταῖς ψυχαῖς Ph.2.59, σπινθὴρ τῆς ἐπιθυμίας Chrys.Sac.3.10.89, de las pasiones, Ph.1.516.
2 abrasarse, sentir calor intenso como síntoma de una enfermedad, Ph.2.211.

German (Pape)

[Seite 859] darin schmauchen, glimmen lassen, übh. anzünden, Ar. Vesp. 459. – Pass., darin rauchen, glimmen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντύφω: ῡ: μέλλ. -θύψω, καπνίζω τι ὡς καπνίζουσι τοὺς σφῆκας, πνίγω διὰ τοῦ καπνοῦ, καὶ σὺ προσθεὶς Αἰσχίνην ἔντυφε τὸν Σελλαρτίου Ἀριστοφ. Σφ. 459. - Παθ., ὑποκαίομαι καπνίζων ἄνευ φλογός, κρυφοκαίω, σπινθὴρ καὶ ὁ βραχύτατος ἐντυφόμενος, ὅταν καταπνευσθείς, ζωπυρηθῇ, μεγάλην ἐξάτπτει πυρὰν Φίλων 1. 455.

French (Bailly abrégé)

1 enfumer;
2 enflammer ; Pass. brûler dans, couver sous.
Étymologie: ἐν, τύφω.

Greek Monolingual

ἐντύφω (Α)
1. πνίγω με καπνό, καπνίζω κάτι
2. παθ. καίγομαι χωρίς να φαίνεται φλόγα, κρυφοκαίω
3. (παθ. μτχ. παρακμ.) ἐντεθυμμένος
παγόπληκτος.

Greek Monotonic

ἐντύφω: [ῡ], μέλ. -θύψω, καπνίζω κάτι, ρίχνω πάνω του καπνό, όπως κάνει κάποιος στις σφήκες, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐντύφω: (ῡ) ирон. подкуривать, коптить (τινά Arph.).

Middle Liddell

fut. -θύψω
to smoke as one does wasps, Ar.