ἐπιθέω

From LSJ
Revision as of 17:20, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιθέω Medium diacritics: ἐπιθέω Low diacritics: επιθέω Capitals: ΕΠΙΘΕΩ
Transliteration A: epithéō Transliteration B: epitheō Transliteration C: epitheo Beta Code: e)piqe/w

English (LSJ)

A run upon, at or after, Hdt.9.107, X.Cyn.6.10: abs., App. Hisp.90; ἐ. πρὸς τὴν μάχην Hdn.6.7.8. 2. metaph., ἡ ἐπιθέουσα εἰς ἀνθρώπους ἀπάτη Plot.2.9.6; to be diffused over, πᾶσι τοῖς ἀληθέσι Id.5.3.17, al. II. run upon the surface of water, Arist.HA551b22.

German (Pape)

[Seite 943] (s. θέω), herbei-, herzulaufen, ὁλκάς Plut. Marc. 14; bes. feindlich, Her. 9, 107; πρὸς τὴν συσταδὸν μάχην Hdn. 6, 7, 19; verfolgen, vom Jäger, Xen. Cyn. 8, 10; Folgde; τινά, App. Hisp. 27.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. ἐπέθεον;
courir vers ou contre.
Étymologie: ἐπί, θέω.

Greek Monolingual

ἐπιθέω (Α)
1. προστρέχω σε κάποιον, τρέχω προς το μέρος κάποιου ή μετά από κάποιον («καὶ ἐπιθέων μὲν ἐκβοάτω», Ξεν.)
2. μτφ. κυκλοφορώ, διαδίδομαι, είμαι διάσπαρτος («ἡ ἐπιθέουσα εἰς ἀνθρώπους ἀπάτη», Πλωτίν.)
3. τρέχω πάνω σε μια επιφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θέω «τρέχω»].

Greek Monotonic

ἐπιθέω: μέλ. -θεύσομαι, τρέχω προς ή κατόπιν κάποιου, κυνηγώ, σε Ηρόδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιθέω:
1) (по чему-л.) бежать (τὰ ἐν τοῖς ποταμοῖς ἐπιθέοντα ζωδάρια Arst.; ὁλκὰς διὰ θαλάσσης ἐπιθέουσα Plut.);
2) совершать набег или нападение, бросаться Her., Plat.;
3) бежать вслед, преследовать (ἐπιθέων ἐκβοάτω, sc. ὁ κυνηγέτης Xen.).

Middle Liddell

fut. -θεύσομαι
to run at or after, Hdt., Xen.