ἦτρον

From LSJ
Revision as of 17:25, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἦτρον Medium diacritics: ἦτρον Low diacritics: ήτρον Capitals: ΗΤΡΟΝ
Transliteration A: ē̂tron Transliteration B: ētron Transliteration C: itron Beta Code: h)=tron

English (LSJ)

τό, A abdomen, esp. the lower part of it, Hp.Aph.2.35, Pl.Phd. 118a, X.An.4.7.15, D.54.11, Arist.HA493a19, Sor.1.24: metaph., belly of a pot, Ar.Th.509. II pith of a reed, Nic.Th.595.

German (Pape)

[Seite 1179] τό (ἦτορ?), der Unterleib, der Bauch vom Nabel abwärts, Xen. de re equ. 12, 4 u. Dem. 54, 11; vgl. Arist. H. A. 1, 12; Poll. 2, 170, wie es auch Tim. lex. Plat. erkl. ὁ μεταξὺ ὀμφαλοῦ τε καὶ αἰδοίου τόπος. Auch Bauch eines Gefäßes, Topfes, χύτρας Ar. Th. 509. Bei Nic. Th. 595 νάρθηκος, nach Schol. ἐντεριώνη, Mark. – Nach Suid. auch κάλυμμα τῆς μήτρας.

Greek (Liddell-Scott)

ἦτρον: τό, τὸ ὑπὸ τὸν ὀμφαλὸν μέρος, τὸ ὑπογάστριον, ὁ μεταξὺ ὀμφαλοῦ καὶ αἰδοίου τόπος, Ἱππ. Ἀφ. 1245, Πλάτ. Φαίδωνι 118Α, Ξεν. Ἀν. 4. 7, 15, Δημ. 1260. 23, Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 13, 1· μεταφ., ἐπὶ ἀγγείου, ἡ κοιλία αὐτοῦ, ἦτρον χύτρας Ἀριστοφ. Θεσμ. 509. II. ἡ ἐντεριώνη καλάμου, Νίκ. Θηρ. 595.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
bas-ventre.
Étymologie: ἦτορ.

Greek Monolingual

ἦτρον, το (Α)
1. το υπογάστριο
2. μτφ. το κοίλο μέρος χύτρας ή αγγείου
3. η εντεριώνη, η ψίχα του καλαμιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μετονοματικό παρ. του αθέματου τ. ήτορ «καρδιά»].

Greek Monotonic

ἦτρον: τό, το μέρος κάτω από τον αφαλό, το υπογάστριο, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἦτρον: τό
1) живот, брюшная полость (τὰ κάτω τοῦ ἤτρου Arst.): εἶχον θώρακας μέχρι τοῦ ἤτρου Xen. (халибы) имели (носили) броню до нижней части живота, т. е. закрывавшую живот; τὰ περὶ τὸ ἦ. Plat.; область живота;
2) (в сосудах) вздутие, полость (τὸ ἦ. τῆς χύτρας Arph.).

Middle Liddell

ἦτρον, ου, τό,
the part below the navel, the abdomen, Plat., Xen., etc.

English (Woodhouse)

abdomen, belly, belly of a vessel

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)