οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
Full diacritics: ἰπνοκαύστης | Medium diacritics: ἰπνοκαύστης | Low diacritics: ιπνοκαύστης | Capitals: ΙΠΝΟΚΑΥΣΤΗΣ |
Transliteration A: ipnokaústēs | Transliteration B: ipnokaustēs | Transliteration C: ipnokaystis | Beta Code: i)pnokau/sths |
= furnarius, Gloss. (also ἰπνο-καύτης, ibid.).
ἰπνοκαύστης, ὁ (Α)
αυτός που καίει τον κλίβανο, ο φούρναρης, ο αρτοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + καύστης (< καίω)].