ἰχνευτής

From LSJ
Revision as of 17:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰχνευτής Medium diacritics: ἰχνευτής Low diacritics: ιχνευτής Capitals: ΙΧΝΕΥΤΗΣ
Transliteration A: ichneutḗs Transliteration B: ichneutēs Transliteration C: ichneftis Beta Code: *)ixneuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A tracker, hunter, Poll.5.10; of dogs which hunt by scent, ib.17: metaph., Κύπριδος ἰχνευτὰς ἀργυρέους σκύλακας, of money given to a ἑταίρα, AP5.15 (Marc. Arg.): Ἰχνευταί, οἱ, title of a satyric play by Sophocles (cf. v. 298). 2 detective who traces missing persons, PRyl.188.22 (ii A.D.). II = ἰχνεύμων 1, Hdt.2.67, Nic.Th. 195.

German (Pape)

[Seite 1277] ὁ, der Spürer; κύων, Spürhund, Poll. 5, 10. 17, wie σκύλακες M. Arg. 10 (V, 16). Bei Her. 2, 67 der Ichneumon, wie B. A. 43, 25 u. Nic. Th. 195.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
v. ἰχνεύμων.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχνευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἰχνεύων, Πολυδ. Ε΄, 10. 17· ἰχν. κύων, ὁ διὰ τῆς ὀσφρήσεως εὑρίσκων τὸ θήραμα, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 16· - Ἰχνευταὶ ἦτο ἡ ἐπιγραφὴ σατυρικοῦ δράματος τοῦ Σοφοκλέους. ΙΙΙ. = ἰχνεύμων Ι, ἴδε ἐν λέξει.

Greek Monolingual

ὁ (Α ἰχνευτής) ιχνεύω
ανιχνευτής, ιχνηλάτης
αρχ.
1. στον πληθ. Ἰχνευταί
τίτλος σατυρικού δράματος του Σοφοκλή
2. αυτός που ανιχνεύει, αυτός που οσφραίνεται και κυνηγά εκείνους που έχουν χρήματα
3. πάπ. εντεταλμένο άτομο που αναζητά ανθρώπους καταζητούμενους
4. είδος ζώου της Αιγύπτου, ο ιχνεύμων.

Greek Monotonic

ἰχνευτής: -οῦ, ὁ,
I. ιχνηλάτης, ανιχνευτής· ἰχνευτὴς κύων, κυνηγετικός σκύλος που ανιχνεύει και βρίσκει το θήραμα δια της όσφρησης, σε Ανθ.
II. = ἰχνεύμων, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἰχνευτής: οῦ adj. m отыскивающий по следу, выслеживающий (σκύλακες Anth.).
οῦ ὁ Her. = ἰχνεύμων 1.

Middle Liddell

ἰχνευτής, οῦ, [from ἰχνεύω
I. a tracker, ἰχν. κύων a hound that hunts by nose, Anth.
II. = ἰχνεύμων, Hdt.