Χερσονησίτης
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
[ῑ], Χερσονησίτης, later Χερρσονησίτης, ου, ὁ, A Chersonesite, Chersonesian, dweller in the Thracian Chersonese, X.HG1.3.10, 3.2.8, D.5.25.
German (Pape)
[Seite 1351] ὁ, att. χεῤῥονησίτης, der Bewohner einer Halbinsel, Xen. Hell. 1, 3,10. S. nom pr.
Greek (Liddell-Scott)
χερσονησίτης: νεώτερ. Ἀττ. χερρ-, ου, ὁ, κάτοικος τῆς Θρᾳκικῆς Χερσονήσου, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 10., 3. 2, 8, Δημ. 63. 17.
Greek Monotonic
χερσονησίτης: [ῑ], μεταγεν., Αττ. χερρ-, -ου, ὁ, κάτοικος της Θρακικής χερσονήσου, σε Ξεν., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
χερσονησίτης: новоатт. χερρονησίτης, ου (ῑ) ὁ житель полуострова, преимущ. Херсонеса Фракийского Xen., Dem.
Middle Liddell
a dweller in the Thracian Chersonese, Xen., Dem.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
habitant de la Chersonèse de Thrace.
Étymologie: χερσόνησος.
Greek Monolingual
και Χερρονησίτης, ὁ, Α
1. ο κάτοικος της Θρακικής Χερσονήσου
2. ως επίθ. αυτός που προέρχεται από τη Θρακική Χερσόνησο («τυροῡ Χερρονησίτου», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < χερσόνησος / χερρόνησος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πολ-ίτης)].