νακόρος
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
v. νεωκόρος.
German (Pape)
[Seite 228] = νεωκόρος, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
νακόρος: ὁ, (= νεωκόρος), Ἐπιγρ. Δελφῶν, W. et F. 247. - Ἐπιδαύρου L. et F. 147b. - Οὕτω γίνονται ἓξ αἱ γραφαὶ τῆς λέξεως ταύτης· νακόρος, ναοκόρος, νεοκόρος, νεωκόρος, νειοκόρος, νηοκόρος. Δεκατέσσαρες δὲ εἶναι αἱ γραφαὶ τοῦ ἀεὶ ἐπιρρήματος, αἵδε· ἀέ, ἀεί, ἀέν, ἀές, αἰέ, αἰεί, αἰέν, αἰές, ἄϊ, αἰή, αἰΐ, αἶϊν, ἄϊν, ἠΐ. Τοιαύτη ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα! Κουμανούδ. Συναγ. Λέξ. Ἀθησ.
Greek Monolingual
νακόρος, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. νεωκόρος.