Χάλυψ

From LSJ
Revision as of 10:15, 4 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́")

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Χάλυψ Medium diacritics: Χάλυψ Low diacritics: Χάλυψ Capitals: ΧΑΛΥΨ
Transliteration A: Chályps Transliteration B: Chalyps Transliteration C: Chalyps Beta Code: *xa/luy

English (LSJ)

υβος, ὁ, in pl., the Chalybes in Pontus, who were famous for the preparation of steel, οἱ σιδηροτέκτονες Χάλυβες A. Pr. 715, cf. Hdt. 1.28, X. An. 5.55.1, Call. in PSI 9.1092.48 (on another nation of the same name v. Str. 12.3.20). as AppelLatin, χάλυψ, hardened iron, steel, A. Pr. 133 (lyr.), S. Tr. 1260 (anap.), Antip.Sid. in POxy. 662.52; of a penknife, AP 6.65 (Paul. Sil.); of an axe, APl. 4.127; as Adj., Nonn. D. 36.182; — also Χάλυβος, ον, Χάλυβος Σκυθῶν ἄποικος, i.e. steel, A. Th. 728 (lyr.); Χαλύβῳ πελέκει E. Fr. 472.6 (anap.); pl., = Χάλυβες, E. ap. Sch. Il. Oxy. 1087 i 28; τὸν ἐν Χαλύβοις σίδαρον Id. Alc. 980 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

Χάλυψ: [ᾰ], -ῠβος, ὁ, πληθ. Χάλυβες, ἔθνος τι ἐν τῷ Πόντῳ, διάσημον διὰ τὴν παρασκευὴν τοῦ χάλυβος· οἱ σιδηροτέκτονες Χάλυβες Αἰσχύλ. Πρ. 715, Ἡρόδ. 1. 28, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 1· (περὶ ἑτέρου ἔθνους φέροντος τὸ αὐτὸ ὄνομα, ἴδε Ἑρμηνευτὰς εἰς 5. 5, 17, Στράβ. 549)· ΙΙ. ὡς προσηγορικόν, χάλυψ, ἐσκληρωμένος σίδηρος, κοινῶς «ἀτσάλι», Αἰσχύλ. Πρ. 133, Σοφ. Τρ. 1260· ὡς ἐπίθ., Νόνν. Διονυσ. 36. 182· - ὡσαύτως χάλυβος ὡς ὀνομαστική, χάλυβος Σκυθῶν ἄποικος, ὁ χάλυψ, Αἰσχύλ. Θήβ. 729· τὸν ἐν Χαλύβοις σίδαρον Εὐρ. Ἄλκ. 983· χαλύβῳ πελέκει ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 475α. 6.

Greek Monotonic

Χάλυψ: [ᾰ], -ῠβος, ὁ,
I. έθνος των Χαλύβων στον Πόντο, φημισμένο για την παρασκευή χάλυβα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· οἱ σιδηροτέκτονες Χάλυβες, σε Αισχύλ.
II. ως προσηγ., χάλυψ, σκληρυμένος σίδηρος, ατσάλι, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

Χάλυψ: ῠβος ὁ sing. к Χάλυβες.

Middle Liddell

Χᾰ́λυψ, ῠβος,
I. one of the nation of the Chalybes in Pontus, famous for the preparation of steel, Hdt., etc.; οἱ σιδηροτέκτονες Χάλυβες Aesch.
II. as appellat., χάλυψ, hardened iron, steel, Aesch., Soph.