ἀλαστέω
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
to be full of wrath or (more prob.) to be distraught, ἠλάστεον δὲ θεοί (as trisyll.) Il. 15.21; ᾤμωξεν… καὶ ἀλαστήσας ἔπος ηὔδα 12.163, cf. Call. Del. 239, Musae. 202, etc., cf. Gal. Lex. s.v. ἀλάστορες. (Only impf. and aor. part. in earlier Epic; fut. -ήσω QS. 5.584.)
German (Pape)
[Seite 89] (ἄλαστος, eigtl. etwas nicht verschmerzen), unwillig sein, Hom. zweimal, ἀλαστήσας Il. 12, 163, ἠλάστεον 15, 21; τινί Man. 2, 183.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλαστέω: (ἄλαστος) εἶμαι πλήρης ὀργῆς, ἠλάστεον δὲ θεοὶ (ὡς τρισύλλ.), Ἰλ. Ο. 21· ᾤμωξεν... καὶ ἀλαστήσας ἔπος ηὔδα, Μ. 163· πρβλ. Καλλ. εἰς Δηλ. 239, κτλ., καὶ ἴδε ἐπαλαστέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἠλάστεον, f. ἀλαστήσω;
s’indigner.
Étymologie: ἄλαστος.
English (Autenrieth)
(ἄλαστος), only ipf. ἠλάστεον, aor. part. ἀλαστήσᾶς: be unforgetting, be wroth, Il. 12.163 and Il. 15.21.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [impf. trisilábico ἠλάστεον Il.15.21]
estar muy enfadado o indignado ἠλάστεον δὲ θεοί Il.15.21
•en aor. por su valor aspectual dar rienda suelta a la indignación ἀλαστήσας ἔπος ηὔδα Il.12.163, cf. Call.Del.239, Man.2.183, Musae.202, τὰ ἄληστα ... ἐφ' οἷς ἐστιν ἀλαστῆναι καὶ στενάξαι Gal.19.74
•ἀλαστεῖν· ἐρευνᾶν Hsch.
Greek Monotonic
ἀλαστέω: μτχ. αορ. αʹ ἀλαστήσας (ἄλαστος), είμαι γεμάτος οργή, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλαστέω: сердиться, негодовать: ἠλάστεον θεοί Hom. боги вознегодовали; ἀλαστήσας ἔπος ηὔδα Hom. рассердившись, он промолвил.
Middle Liddell
ἄλαστος
to be full of wrath, Il.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλαστέω ἄλαστος imperf. ἠλάστεον, boos of verontwaardigd zijn.