κατάχυσις
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
εως, ἡ, A pouring on or over, πολλοῦ ψυχροῦ Hp.Aph.5.21; affusion, besprinkling, Id.Art.27; ἡ τοῦ θερμοῦ κ. Gp.13.14.11. II vase for pouring, later Gr. for Att. πρόχους, Moer.p.296 P., cf. Hsch. s.v. προχοΐδια. III mistransl. of Hebr. mûṣaq 'straitness', as if mûṣaq 'smelting', LXXJb.36.16. IV = ἀήρ, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1392] ἡ, das Darauf-, Darübergießen, der Aufguß, Medic. – Nach Moeris hellenistisch für das att. πρόχους.
Greek (Liddell-Scott)
κατάχῠσις: -εως, ἡ, τὸ καταχεῖν, τὸ νὰ χύνῃ τις ἄνωθεν, ψυχροῦ πολλοῦ Ἱππ. Ἀφ. 1253· καταρράντισις, ῥαντισμός, ὁ αὐτ. ἐν Ἄρθρ. 769. ΙΙ. ἀγγεῖον πρὸς χύσιν· διότι ὁ Ἡσύχ. «προχοΐδια» ἑρμηνεύει διὰ τοῦ «καταχύσεις» καὶ «προχόῳ» τῇ «καταχύσει»·- «πρόχους Ἀττικοί, κατάχυσις Ἕλληνες» Μοῖρις σ. 296. ΙΙ. = ἀήρ, Ἡσύχ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάχυσις -εως, ἡ [καταχέω] begieting.