κατασκευαστής
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A contriner, Hsch. and Suid. s.v. μηχανορράφος. 2 one who makes provision, commissariat officer, quartermaster, Just.Nov.30.7.1.
German (Pape)
[Seite 1378] ὁ, der Einrichtende, Zubereitende, Sp., auch im schlimmen Sinne, wie Suid. s. v. μηχανοῤῥάφος erkl.: κατασκευαστὴς τὰ φαῦλα μηχανώμενος.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκευαστής: -οῦ, ὁ, κατασκευάζων, ποιῶν, ὁ θεὸς τοῦ κόσμου κ. Τατιαν.· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασ., ὁ μηχανορράφος, ἐπινοητὴς κακῶν, ὁ τὰ φαῦλα μηχανώμενος, Σουΐδ.
Greek Monolingual
ο θηλ. κατασκευάστρια (AM κατασκευαστής, θηλ. κατασκευάστρια) κατασκευάζω
1. αυτός που κατασκευάζει, αυτός που δημιουργεί («κατασκευαστής επίπλων»)
2. αυτός που μηχανεύεται κάτι, ο επινοητής, ο μηχανορράφος
μσν.-αρχ.
ο προμηθευτής τών αναγκαίων σε στρατιωτική μονάδα ο αξιωματικός επιμελητείας.