κατασκευαστής

From LSJ
Revision as of 17:05, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3, $4")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκευαστής Medium diacritics: κατασκευαστής Low diacritics: κατασκευαστής Capitals: ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΗΣ
Transliteration A: kataskeuastḗs Transliteration B: kataskeuastēs Transliteration C: kataskevastis Beta Code: kataskeuasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A contriner, Hsch. and Suid. s.v. μηχανορράφος. 2 one who makes provision, commissariat officer, quartermaster, Just.Nov.30.7.1.

German (Pape)

[Seite 1378] ὁ, der Einrichtende, Zubereitende, Sp., auch im schlimmen Sinne, wie Suid. s. v. μηχανοῤῥάφος erkl.: κατασκευαστὴς τὰ φαῦλα μηχανώμενος.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκευαστής: -οῦ, ὁ, κατασκευάζων, ποιῶν, ὁ θεὸς τοῦ κόσμου κ. Τατιαν.· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασ., ὁ μηχανορράφος, ἐπινοητὴς κακῶν, ὁ τὰ φαῦλα μηχανώμενος, Σουΐδ.

Greek Monolingual

ο θηλ. κατασκευάστρια (AM κατασκευαστής, θηλ. κατασκευάστρια) κατασκευάζω
1. αυτός που κατασκευάζει, αυτός που δημιουργεί («κατασκευαστής επίπλων»)
2. αυτός που μηχανεύεται κάτι, ο επινοητής, ο μηχανορράφος
μσν.-αρχ.
ο προμηθευτής τών αναγκαίων σε στρατιωτική μονάδα ο αξιωματικός επιμελητείας.