προμνήστρια
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
English (LSJ)
ἡ, A promnestria, woman who woos for another or woman who courts for another, matchmaker, Ar.Nu.41, Pl.Tht.149d, Luc.DDeor.20.16: metaph., ἡ κακῶν προμνήστρια = one who brings about evil E.Hipp.589; προμνηστρίας is prob. for προμνηστρίδας in X.Mem.2.6.36.
German (Pape)
[Seite 735] ἡ, = Folgdm, Ar. Nubb. 41; übtr., τὴν κακῶν προμνήστριαν, Eur. Hipp. 589; Plat. Theaet. 149 d u. Sp., wie Luc. D. D. 20, 10.
Greek (Liddell-Scott)
προμνήστρια: ἡ, «προξενήτρια, Ἀριστοφ. Νεφ. 41, Πλάτ. Θεαίτ. 149D, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 16· μεταφορ., ἡ κακῶν πρ. Εὐρ. Ἱππ. 589· οὕτως ἐν Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 36, ὁ Valck. διορθοῖ προμνηστρίας ἀντὶ -ίδας. ― Καθ’ Ἡσύχ.: προμνήστρια· ἡ συνιστῶσα ἀλλήλοις τοὺς γαμοῦντας. (προξενοῦσα νυμφίους ἢ νύμφας)». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
entremetteuse, marieuse.
Étymologie: προμνάομαι.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. η προξενήτρα
2. αυτή που προξενεί κάτι, ιδίως κακό («ἡ κακῶν προμνήστρια», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προμνῶμαι + επίθημα -τρια (πρβλ. υπομνήσ-τρια)].
Greek Monotonic
προμνήστρια: ἡ (προμνάομαι), γυναίκα που ζητά σε γάμο ή φλερτάρει στο όνομα κάποιου άλλου, προξενήτρα, σε Αριστοφ., Πλάτ.· μεταφ., κακῶν προμνήστρια, αυτή που επιφέρει συμφορές, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
προμνήστρια: ἡ сваха Eur., Arph., Plat., Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προμνήστρια -ας, ἡ [προμνήστωρ] koppelaarster.
Middle Liddell
προμνήστρια, ἡ, προμνάομαι
a woman who woos or courts for another, a match-maker, Ar., Plat.; metaph., κακῶν προμνήστρια = of one who brings about evil, Eur.
Wikipedia EN
Match-making among the ancients remained outside the dominion of political and legal regulation. This was entirely left to the care and forethought of parents, or women who made a profession of it, and who were therefore called promnestriai or promnestrides. The profession, however, does not seem to have been thought very honourable or to have been held in repute, as being too nearly connected with that of a pander (προαγωγός, proagogos) [1].