τυρόω

From LSJ
Revision as of 19:14, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs)

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῡρόω Medium diacritics: τυρόω Low diacritics: τυρόω Capitals: ΤΥΡΟΩ
Transliteration A: tyróō Transliteration B: tyroō Transliteration C: tyroo Beta Code: turo/w

English (LSJ)

A make into cheese, curdle, in Pass., Sopat.8, Dsc.2.83, Gal. 6.683, Sch. Theoc.5.86: metaph., ἐτύρωσάς με ἴσα τυρῷ LXX Jb.10.10; ἐτυρώθη ὡς γάλα ἡ καρδία αὐτῶν ib.Ps.118(119).70.
2 make a mess of (cf. τυρεύω ΙΙ), τυροῦντες ἅπαντα Archestr.Fr.45.13; τυρωθέντα· ταραχθέντα, Hsch.
II make or season with cheese, πλακοῦντες τετυρωμένοι Artem.1.72.

German (Pape)

[Seite 1165] 1) Käse machen, zu Käse machen, γάλα, pass. sich käsen, gerinnen. – 2) durch einander rühren, mengen, listig anstiften, wie τυρέω.

Greek (Liddell-Scott)

τῡρόω: μεταβάλλω εἰς τυρόν, «πήζω», τὸ γάλα Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 5. 86· πρβλ. Ἑβδ. Ἰὼβ Ι΄, 10). ― Παθητ., συμπήγνυμαι, στερεοποιοῦμαι, τυροῦται δέμας Σώπατρ. παρ’ Ἀθην. 101Α· μεταφορ., ἐτυρώθη ὡς γάλα ἡ καρδία αὐτῶν Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΙΗ΄, 70). 2) = τυρεύω ΙΙ. 2, τυροῦντες ἅπαντα Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 311Β· «τυρωθέντα, ταραχθέντα» Ἡσύχ. ΙΙ. παρασκευάζω διὰ τυροῦ, πλακοῦντες τετυρωμένοι Ἀρτεμίδ. 1. 72.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. réduire en fromage ; p. anal. :
1 faire cailler, rendre épais comme du fromage ; Pass. ressembler à du fromage, fig. être durci, être endurci;
2 mêler, brouiller;
II. Pass. être saupoudré ou recouvert de fromage.
Étymologie: τυρός.

Greek Monolingual

(I)
-έω, Α τυρός
τυρεύω.
(II)
τυρόω, Α τυρός
1. μετατρέπω σε τυρί («τὸ γάλα τυροῦν», Σχόλ. Θεοκρ.)
2. παρασκευάζω ή αρτύω ένα φαγητό με τυρί («πλακοῦν τες τετυρωμένοι», Αρτεμίδ. Δαλδ.)
3. μτφ. μηχανεύομαι, τεχνάζομαι («διαφθείρουσι κακῶς τυροῦν τες ἅπαντα», Αρχέστρ.)
4. (κατά τον Ησύχ.) «τυροῦμαι, ταράττομαι»
5. παθ. τυροῦμαι, τυρόομαι
πήζω, στερεοποιούμαι όπως το τυρί.