ἀπρόσκεπτος

From LSJ
Revision as of 16:55, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")

μηδεὶς φοβείσθω τὸν θάνατον → let nobody be afraid of death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρόσκεπτος Medium diacritics: ἀπρόσκεπτος Low diacritics: απρόσκεπτος Capitals: ΑΠΡΟΣΚΕΠΤΟΣ
Transliteration A: apróskeptos Transliteration B: aproskeptos Transliteration C: aproskeptos Beta Code: a)pro/skeptos

English (LSJ)

ον, A unforeseen, not thought of, X.Lac.13.7. II Act., improvident, D.51.15. Adv. -τως Antiph.195.

German (Pape)

[Seite 339] 1) unvorhergesehen, unüberlegt, Xen. Lac. 13, 7. – 2) akt., nicht vorhersehend, nach Dem. 51, 15 οἱ μετὰ τοῦ παθεῖν μανθάνοντες. – Adv. ἀπροσκέπτως, ohne sich zu besinnen, ποιεῖν ἅπαντα Antiphan. bei Ath. VI, 238 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόσκεπτος: -ον, ὁ περὶ οὗ δὲν ἔγεινε προηγουμένη σκέψις, ἀπρόβλεπτος, οὐδὲν γὰρ ἀπρόσκεπτόν ἐστι Ξεν. Λακ. 13. 7. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ προνοῶν, μὴ προνοητικός, τῶν ἰδιωτῶν τοὺς μετὰ τὸ παθεῖν μανθάνοντας ἀπροσκέπτους ὀνομάζομεν Δημ. 1232. 18: - Ἐπίρρ. -τως Ἀντιφάν. ἐν «Προγόνοις» 1.9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non examiné, non considéré.
Étymologie: , προσκέπτομαι.

Spanish (DGE)

-ον
I 1imprevisto οὐδέν X.Lac.13.7.
2 que no prevé, imprevisor τοὺς μετὰ τοῦ παθεῖν μανθάνοντας ἀπροσκέπτους ὀνομάζομεν D.51.15, cf. Antiph.195 (cj. pero v. II), εὐεξαπάτητος γὰρ ἕκαστος ἐν οἷς ἐστιν ἀ. Gal.Adhort.9, τις ἀ. Iambl.VP 212.
II adv. -ως de forma imprevista ταῦτ' ἀπροσκέπτως ποιεῖν ἅπαντα Antiph.195.9 (cód.), ἀνοίγεσθαι ... ἀ. Aen.Tact.28.4, τοὺς μὲν ... ἀπροσσκέπτως (sic) ἀνάγοντάς τινας ἐπιπλήσσετε SB 5675.12 (II a.C.), cf. Poll.6.144.

Greek Monolingual

ἀπρόσκεπτος, -ον (Α) προσκοπώ
1. αυτός για τον οποίο δεν έχει γίνει προηγούμενη σκέψη, απρόβλεπτος
2. μη προνοητικός, απερίσκεπτος.

Greek Monotonic

ἀπρόσκεπτος: -ον (προ-σκοπέω
I. απρόβλεπτος, απρόοπτος, αυτός που έγινε χωρίς να προηγηθεί ιδιαίτερη σκέψη, σε Ξεν.
II. Ενεργ., αυτός που δεν είναι προνοητικός, απερίσκεπτος, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρόσκεπτος:
1) непредвиденный, не обдуманный заранее, не предполагавшийся Xen.;
2) не предвидящий, непредусмотрительный Dem.

Middle Liddell

προσκοπέω
I. unforeseen, Xen.
II. act. improvident, Dem.