ἐγκολλάω
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
A glue on or to, IG12.373.208, LXX Za.14.5 (Pass.), Hero Aut.24.2.
German (Pape)
[Seite 709] daran leimen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκολλάω: κολλῶ ἐπί τινος ἢ εἴς τι, συνάπτω μετὰ...., Ἑβδ. (Ζαχ. ΙΔ΄, 5), Ἥρων ἐν Math. Vett. σ. 265.
Spanish (DGE)
I 1unir, pegar elementos arquitectónicos κλιμακίδοιν δυοῖν το̄̀ς ὄνυχας ἐγκολλε̄́σαντι IG 13.475.212, 216 (V a.C.), una pieza en un autómata, Hero Aut.24.2, cf. Porph.ad Il.20.259 (p.246).
2 rellenar con mortero τῶν λίθων τὰ κροιά IOropos 290.68 (IV a.C.).
II en v. med.-pas., fig. unirse, adherirse a τὰ τῆς ψυχῆς ... μέρη τῇ τοῦ θείου πόθου ἐγκολλᾶσθαι χρηστότητι que las partes del alma se adhieren a la benevolencia del deseo divino Diad.Perf.34
•estar pegado a como trad. de hebr. nāga‘ ‘alcanzar’, ‘llegar hasta’ ἐγκολληθήσεται φάραγξ ... ἕως Ιασολ LXX Za.14.5.