ξυστικός

From LSJ
Revision as of 10:10, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξυστικός Medium diacritics: ξυστικός Low diacritics: ξυστικός Capitals: ΞΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: xystikós Transliteration B: xystikos Transliteration C: ksystikos Beta Code: custiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for scraping: ἡ -κή the art of polishing, Sch. D.T.p.110H. 2 corrosive, χυμός Phylotim. ap. Ath.3.81b, Gal. Nat.Fac.2.9; ξυστικὸν ἔχει τῶν ἐντέρων Alex.Trall.Febr.I; of plasters, Orib.Fr.88. II (ξυστός) taking exercise in a xystus: hence, athlete, xysticorum certationes Suet.Aug.45; ἀνὴρ ξ. Gal.13.1023; ξ. ἀθληταί BCH28.22; ξ. σύνοδος Athletic Association, ἡ ἱερὰ θυμελικὴ καὶ ξ. σ. OGI713.3 (Alexandria, iii A. D.); ἡ ἱερὰ ξ. περιπολιστικὴ οἰκουμενικὴ σύνοδος IG14.956B19, cf. PLond.3.1178.2 (ii A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 283] schabend, kratzend, bei Ath. III, 81 b χυμός, = στυπτικός. – Zum ξυστός gehörend, sich darin übend, Suet. Galb. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ξυστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ξῦσιν· ἡ -κή, ἡ τέχνη τοῦ ξύειν ἢ στιλβώνειν, Α. Β. 651. 2) στυπτικός, Φιλότιμ. παρ’ Ἀθην. 81Β. ΙΙ. (ξυστὸς) ὁ γυμναζόμενος ἐν ξυστῷ, Sueton. Octav. 45, Γαλην.· ξυστικὴ σύνοδος, συνέλευσις τῶν ἀθλητῶν ἐν τῷ ξυστῷ, Συλλ. Ἐπιγρ. 5906-10.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ξυστικός, -ή, -όν) ξυστός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξύση, στο ξύσιμο
νεοελλ.
1. αυτός που έχει την ιδιότητα να ξύνει («ξυστικό εργαλείο»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξυστικά- η αμοιβή του εργάτη για την ξύση, την απόξεση, το πλάνισμα, τη στίλβωση που έκανε
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ξυστικόν- στυπτικό φάρμακο
αρχ.
1. ο στυπτικός
2. αυτός που γυμνάζεται στο ξυστόν, στο γυμναστήριο
3. το αρσ. ως ουσ.ξυστικός
ο αθλητής
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ξυστική (ενν. τέχνη)
η τέχνη του ξυσίματος ή του στιλβώματος
5. φρ. «ξυστικὴ σύνοδος» — συνέλευση τών αθλητών στο ξυστόν, στο γυμναστήριο, αθλητική εταιρεία.