δυστοκεύς
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
English (LSJ)
έως, ὁ, ἡ, A suffering in child-birth, δυστοκέες ἀλετρίδες Call.Del. 242; unhappy parent, δ. τοκέες IG14.2125.
German (Pape)
[Seite 689] ὁ, der Unglückserzeuger, τοκέες Ep. ad. 703 (App. 225).
Greek (Liddell-Scott)
δυστοκεύς: έως, ὁ, ἀτυχὴς γονεύς, δυστοκέες ἀλετρίδες Καλλ. εἰς Δῆλ. 242· δ. τοκέες Ἀνθ. Π. παράρτ. 225.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
malheureux père ; plur. malheureux parents.
Étymologie: δυσ-, τοκεύς.
Spanish (DGE)
-έως
• Morfología: [plu. nom. δυστοκέες]
1 que padece en el parto ἀλετρίδες Call.Del.242.
2 que es padre desgraciado δυστοκέες τοκέες infelices progenitores, IUrb.Rom.1393.4 (II d.C.).
Greek Monolingual
δυστοκεύς, ο, η (Α)
άτυχος γονιός.
Greek Monotonic
δυστοκεύς: -έως, ὁ, άτυχος, δυστυχισμένος γονιός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δυστοκεύς: έως adj. m (о родителях) несчастный (τοκέες Anth.).