βλαβεραυγής

From LSJ
Revision as of 19:50, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλᾰβεραυγής Medium diacritics: βλαβεραυγής Low diacritics: βλαβεραυγής Capitals: ΒΛΑΒΕΡΑΥΓΗΣ
Transliteration A: blaberaugḗs Transliteration B: blaberaugēs Transliteration C: vlaveravgis Beta Code: blaberaugh/s

English (LSJ)

ές, A baneful-gleaming, Man.4.309.

German (Pape)

[Seite 446] Κρόνος, verderblich strahlend, Man. 4, 309.

Greek (Liddell-Scott)

βλαβεραυγής: -ές, ὁ βλαβερῶς, φωτίζων, φέγγων, Μανέθ. 4. 309.

Spanish (DGE)

(βλᾰβεραυγής) -ές
• Morfología: [gen. no contr. -έος Man.4.309]
de fulgor maligno Κρόνου βλαβεραυγέος ἀστήρ Man.l.c., φέγγος Man.4.472.

Greek Monolingual

βλαβεραυγής (-οῦς), -ές (Α)
αυτός που προκαλεί βλάβη με τη λάμψη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βλαβερός + -αυγής < αύγος, αυγή (πρβλ. ανταυγής, διαυγής, τηλαυγής κ.ά.)].