ζωθάλμιος

From LSJ
Revision as of 17:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωθάλμιος Medium diacritics: ζωθάλμιος Low diacritics: ζωθάλμιος Capitals: ΖΩΘΑΛΜΙΟΣ
Transliteration A: zōthálmios Transliteration B: zōthalmios Transliteration C: zothalmios Beta Code: zwqa/lmios

English (LSJ)

ον, (ζωή, θάλλω) A giving the bloom and freshness of life, Pi.O.7.11.

German (Pape)

[Seite 1142] χάρις, Pind. Ol. 7, 11, nach Eust. καθ' ἣν ζῶν τις θάλλει, lebenskräftig, blühend, vgl. βιοθάλμιος.

Greek (Liddell-Scott)

ζωθάλμιος: -ον, (ζωή, θάλλω) ὁ παρέχων τὴν ἀκμὴν καὶ λαμπρότητα τῆς ζωῆς, Πίνδ. Ο. 7. 20· πρβλ. βιοθάλμιος, πολυθάλμιος, φυτάλμιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait vivre et fleurir, vivifiant.
Étymologie: ζάω, θάλλω.

English (Slater)

ζωθάλμιος, -ον
   1 giving life its bloom Χάρις ζωθάλμιος (O. 7.11)

Greek Monolingual

ζωθάλμιος, -ον (Α)
αυτός που παρέχει τη θολερότητα, την ακμή, τη λαμπρότητα της ζωής («ἄλλοτε δ' ἄλλον ἐποπτεύει χάρις ζωθάλμιος ἁδυμελεῑ», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -θαλμιος (< θαλμός < θάλλω), πρβλ. βιοθάλμιος, πολυθάλμιος].

Greek Monotonic

ζωθάλμιος: -ον (ζωή, θάλλω), αυτός που παρέχει την ακμή και τη λαμπρότητα της ζωής, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ζωθάλμιος: дающий жизнь, животворящий (χάρις Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζωθάλμιος -ον [ζωή, θάλλω] die het leven doet bloeien.

Middle Liddell

ζω-θάλμιος, ον [ζωή, θάλλω
giving the bloom and freshness of life, Pind.