θεσμοπόλος
From LSJ
Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank
English (LSJ)
ον, (πολέω) A = θεμιστοπόλος, AP5.292.3 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 1203] = θεμιστοπόλος, Paul. Sil. (V, 293).
Greek (Liddell-Scott)
θεσμοπόλος: -ον, (πολέω) = θεμιστοπόλος, Ἀνθ. Π. 5. 293.
Greek Monolingual
θεσμοπόλος, ὁ (Α)
ο θεμιστοπόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + -πόλος (< πέλομαι «κινούμαι, γίνομαι, υπάρχω, προέρχομαι»), πρβλ. θεμιστοπόλος, θαλαμηπόλος.
Russian (Dvoretsky)
θεσμοπόλος: ὁ Anth. = θεμιστοπόλος.