θεόπεμπτος

From LSJ
Revision as of 17:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόπεμπτος Medium diacritics: θεόπεμπτος Low diacritics: θεόπεμπτος Capitals: ΘΕΟΠΕΜΠΤΟΣ
Transliteration A: theópemptos Transliteration B: theopemptos Transliteration C: theopemptos Beta Code: qeo/pemptos

English (LSJ)

ον, A sent by the gods, Arist.EN1099b15, Plb.32.15.14, D.H.1.14; ὄνειροι Ph.1.620, cf. Artem.1.6; ἀτυχία D.S.15.24; ἀγαθόν D.H.4.62. 2 superhuman, extraordinary, Longus 3.18.

German (Pape)

[Seite 1197] von Gott gesandt; Arist. Eth. 1, 9, 3;. ὄρνις D. Hal. 1, 14; ἕδη 1, 69; a. Sp., auch übh. außerordentlich, Long. past. 3, 18; Artem. 1, 7.

Greek (Liddell-Scott)

θεόπεμπτος: -ον, ὑπὸ τῶν θεῶν πεμφθείς, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 3, Διον. Ἁλ. 1. 14∙ - ὑπεράνθρωπος, ἔκτακτος, Λόγγ. 3. 18, Ἀρτεμ. 1. 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
envoyé par la divinité.
Étymologie: θεός, πέμπω.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM θεόπεμπτος, -ον)
ο σταλμένος από τον θεό (ή τους θεούς), ο θεόσταλτος
νεοελλ.
μοιραίος
αρχ.
υπεράνθρωπος, εξαιρετικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πεμπτος (< πέμπω), πρβλ. διάπεμπτος, επίπεμπτος].

Greek Monotonic

θεόπεμπτος: -ον (πέμπω), αυτός που έχει σταλθεί από θεό, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

θεόπεμπτος: ниспосланный богом (δώρημα Arst.).

Middle Liddell

θεό-πεμπτος, ον πέμπω
sent by the gods, Arist.