καλλίφθογγος

From LSJ
Revision as of 18:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐφθογγος Medium diacritics: καλλίφθογγος Low diacritics: καλλίφθογγος Capitals: ΚΑΛΛΙΦΘΟΓΓΟΣ
Transliteration A: kallíphthongos Transliteration B: kalliphthongos Transliteration C: kallifthoggos Beta Code: kalli/fqoggos

English (LSJ)

ον, A beautiful-sounding, ᾠδαί E.Ion169 (lyr.); ἱστοί Id.IT222 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1311] schön tönend; ᾠδαί Eur. Ion 169; κιθάρα Herc. Fur. 350; auch ἱστοί, I. T. 221.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίφθογγος: -ον, ὡραῖα ἠχῶν, κιθάρα, ᾠδὴ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 350, Ἴων. 169· ἱστοὶ ὁ αὐτ. Ι. Τ. 222.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au beau son, qui résonne agréablement.
Étymologie: καλός, φθέγγω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α καλλίφθογγος, -ον)
αυτός που βγάζει ωραίους φθόγγους, αυτός που ηχεί ωραία («τὰς καλλιφθόγγους ᾠδάς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)
+ -φθογγος (< φθόγγος), πρβλ. γλυκύφθογγος, οξύφθογγος].

Greek Monotonic

καλλίφθογγος: -ον (φθογγός), αυτός που ηχεί όμορφα, που ακούγεται ωραία, εύηχος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

καλλίφθογγος: красиво звучащий, приятно поющий, певучий (ᾠδαί, κιθάρα, ἱστοί Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίφθογγος -ον [καλός, φθόγγος] mooi klinkend:. κιθάρα citer Eur. HF 350; ᾠδά gezang Eur. Ion 169; ἱστοί weefgetouwen Eur. IT 222.

Middle Liddell

καλλί-φθογγος, ον [φθογγός]
beautiful-sounding, Eur.