κρεηδόκος

From LSJ
Revision as of 07:45, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεηδόκος Medium diacritics: κρεηδόκος Low diacritics: κρεηδόκος Capitals: ΚΡΕΗΔΟΚΟΣ
Transliteration A: kreēdókos Transliteration B: kreēdokos Transliteration C: kreidokos Beta Code: krehdo/kos

English (LSJ)

ον, A = κρειοδόκος, AP6.101 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

κρεηδόκος: ον κρειοδόκος, Ἀνθ. Π. 6. 101.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. κρειοδόκος.

Greek Monolingual

κρεηδόκος, -ον (Α)
κρειοδόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεη- (βλ. κρεο-) + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ακοντοδόκος, θυοδόκος.

Greek Monotonic

κρεηδόκος: και κρειο-δόκος, -ον (δέχομαι), αυτός που περιέχει κρέας, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κρεηδόκος: принимающий в себя, т. е. хранящий мясо (ἐσχάρα Anth.).

Middle Liddell

δέχομαι
containing flesh, Anth.