λεπτόδομος

From LSJ
Revision as of 18:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόδομος Medium diacritics: λεπτόδομος Low diacritics: λεπτόδομος Capitals: ΛΕΠΤΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: leptódomos Transliteration B: leptodomos Transliteration C: leptodomos Beta Code: lepto/domos

English (LSJ)

ον, (δέμω) A slightly framed, slight, πείσματα A.Pers.112 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 30] dünn-, seingebaut, sein, πείσματα Aesch. Pers. 112.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόδομος: -ον, λεπτῶς κατεσκευασμένος, λεπτός, πεῖσμα Αἰσχύλ. Πέρσ. 112.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bâti légèrement, fragile.
Étymologie: λεπτός, δέμω.

Greek Monolingual

λεπτόδομος, -ον (Α)
κατασκευασμένος με λεπτότητα, λεπτοκαμωμένος, λεπτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- (< επίρρ. λεπτά) + -δόμος (< δέμω), πρβλ. πηλόδομος, πρόδομος].

Greek Monotonic

λεπτόδομος: -ον (δέμω), κατασκευασμένος με λεπτότητα, κομψός, λεπτοκαμωμένος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

λεπτόδομος: δέμω тонко сработанный, тонкий (πείσματα Aesch.).

Middle Liddell

λεπτό-δομος, ον δέμω
slightly framed, slight, Aesch.