μελίθροος

From LSJ
Revision as of 19:02, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῐθροος Medium diacritics: μελίθροος Low diacritics: μελίθροος Capitals: ΜΕΛΙΘΡΟΟΣ
Transliteration A: melíthroos Transliteration B: melithroos Transliteration C: melithroos Beta Code: meli/qroos

English (LSJ)

ον, contr. μελίθρους, ουν, A sweet-voiced, κύκνος ib.5.124 (Bass.).

German (Pape)

[Seite 123] zsgzgn -θρους, ουν, süßtönend, κύκνος, Bass. 1 (V, 125).

Greek (Liddell-Scott)

μελίθροος: -ον, συνῃρ. -θρους, ὁ ἡδέως ἠχῶν, Ἀνθ. Π. 5. 125.

Greek Monolingual

μελίθροος, -ον και μελίθρους, -ουν (Α)
αυτός που μιλάει γλυκά, ο γλυκύφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + θρόος (< θρέομαι «κράζω, ξεφωνίζω»), πρβλ. ηδύθροος, οιωνόθροος].

Russian (Dvoretsky)

μελίθροος: стяж. μελίθρους 2 сладкогласный (κύκνος Anth.).