μελανοκάρδιος

From LSJ
Revision as of 04:03, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνοκάρδιος Medium diacritics: μελανοκάρδιος Low diacritics: μελανοκάρδιος Capitals: ΜΕΛΑΝΟΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: melanokárdios Transliteration B: melanokardios Transliteration C: melanokardios Beta Code: melanoka/rdios

English (LSJ)

ον, black-hearted, Στυγὸς πέτρα Ar.Ra.470.

German (Pape)

[Seite 119] schwarzes Herzens, grausam, schrecklich, Στυγὸς πέτρα, Ar. Ran. 471.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνοκάρδιος: -ον, ὁ ἔχων καρδίαν μέλαιναν, ὠμός, σκληρός, Στυγὸς πέτρα Ἀριστοφ. Βάτρ. 470.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au cœur noir, càd cruel, impitoyable.
Étymologie: μέλας, καρδία.

Greek Monolingual

μελανοκάρδιος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρη καρδιά, σκληρός, ωμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + καρδία (πρβλ. μεγαλο-κάρδιος)).

Greek Monotonic

μελᾰνοκάρδιος: -ον (καρδία), αυτός που έχει μαύρη καρδιά, σκληρόκαρδος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μελᾰνοκάρδιος: с черным сердцем, т. е. страшный (Στυγὸς πέτρα Arph.).

Middle Liddell

μελᾰνο-κάρδιος, ον καρδία
black-hearted, Ar.