ψοΐτης
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
[ῑ] μυελός, ὁ, (ψόα) lumbar portion of the spinal cord, Gal.8.328.
German (Pape)
[Seite 1401] ὁ, μύελος, das Mark in den Lendenwirbeln, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ψοΐτης: μυελός, ὁ, ὁ ἐν ταῖς ψόαις, ὁ νωτιαῖος ἢ ῥαχίτης μυελὸς (ψόαι), Γαλην.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και ψωΐτης Ν
νεοελλ.
ανατ. ονομασία δύο ζυγών μυών της πυέλου (α. «ελάσσων ψοΐτης» β. «μείζων ψοΐτης»)
αρχ.
η οσφυϊκή περιοχή του νωτιαίου μυελού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψόα + επίθημα -ίτης (πρβλ. σιαγον-ίτης)].