ψεφαρός

From LSJ
Revision as of 18:55, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")

πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψεφᾰρός Medium diacritics: ψεφαρός Low diacritics: ψεφαρός Capitals: ΨΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: psepharós Transliteration B: psepharos Transliteration C: psefaros Beta Code: yefaro/s

English (LSJ)

ά, όν, A gloomy, cloudy, Hp. ap. Gal.19.156 (v.l. for ὑποψ- in Hp.Prorrh.1.116).

German (Pape)

[Seite 1396] trübe, dunkel, finster, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ψεφᾰρός: -ά, -όν, «ψευφαρά, ζοφοειδῆ (διάφ. γραφ. ψεφοειδῆ), μελανειδοῦντα· ψέφος γὰρ τὸ σκότος» Γαληνοῦ Ἱπποκράτ. γλωσσῶν Ἐξήγησ. 598.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
σκοτεινός, θολός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψέφας «σκοτάδι», μέσω αμάρτυρου αρχικού τ. ψέφαρ (πρβλ. γεραρός)].