ἡλοκόπος
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ὁ, (κόπτω) A nail-smith, BGU1028.19 (ii A.D.), Judeich Altertümer von Hierapolis 133; = Lat. clavarius, clavifixor, clavorum faber, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1163] ὁ, Nagelschläger, Nagelschmied.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλοκόπος: ὁ, (κόπτω) σιδηρουργός κατασκευάζων καρφία, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ἡλοκόπος, ὁ (Α), σιδηρουργός που κατασκευάζει καρφιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + -κοπος (< κόπος «κοπή»), πρβλ. αργυροκόπος, ξυλοκόπος.