παράκουσμα
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
English (LSJ)
ατος, τό, A thing heard amiss, false notion, Pl.Ep.338d (pl.), etc.; false story or report, Str.7.5.9 (pl.); ἐκ παρακούσματος or παρακουσμάτων D.H.9.22, J.Ap.1.8; equivocation, Περιπατητικῶν π. Jul.Caes.330c. II in plural, defects of hearing, Gal. 7.108.
German (Pape)
[Seite 485] τό, das Verhörte, falsch Gehörte, falsch Verstandene, Sp., vgl. D. Hal. 9, 22, οὔτ' ἀληθὲς ὄν, οὔτε πιθανόν, ἐκ παρακούσματος δέ τινος πεπλασμένον ὑπὸ τοῦ πλήθους. – Bei Plat. Ep. VII, 338 d 340 b scheint es das nebenbei Gehörte oder geradezu das Gehörte zu sein, wie bei Iulian. Caes. 26, 6 περιπατητικῶν παρακουσμάτων γέμων die Lehrsätze der Peripatetiker bedeutet.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
chose mal entendue ou mal comprise.
Étymologie: παρακούω.
Greek (Liddell-Scott)
παράκουσμα: τό, πρᾶγμα κακῶς ἀκουσθέν, ἐσφαλμένη ἀντίληψις, σφάλμα, Πλάτ. Ἐπιστ. 338D, 340Β, κτλ.· ψευδὴς διήγησις, Στράβ. 317· ἐκ παρακούσματος, κατὰ παρανόησιν, Διον. Ἁλ. 9. 22. Ἰώσηπ. κατὰ Ἀπίωνος 1. 8· μάλιστα ἐπὶ φιλοσοφικῶν δοξασιῶν, γέμων περιπατητικῶν παρακρουσμάτων Ἰουλιαν. 330C.
Greek Monolingual
τὸ, ΝΑ παρακούω
λαθεμένη ακουστική αντίληψη, εσφαλμένο άκουσμα
αρχ.
1. ψεύτικη διήγηση
2. (για φιλοσ. δοξασίες) αμφίβολος λόγος
3. στον πληθ. τὰ παρακούσματα
οι παρανοήσεις που οφείλονται σε ελαττωματική ακοή.
Greek Monotonic
παράκουσμα: -ατος, τό, ψεύτικη ιστορία, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
παράκουσμα: ατος τό услышанное краем уха, вскользь (мимоходом) подслушанное: παρακουσμάτων τινῶν ἔμμεστοι τῶν κατὰ φιλοσοφίαν Plat. нахватавшиеся понаслышке философских знаний.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράκουσμα -ατος, τό [παρακούω] wat verkeerd begrepen is:. παρακουσμάτων... ἔμμεστοι τῶν κατὰ φιλοσοφίαν lieden die vol zitten met verkeerd begrepen filosofische ideeën Plat. Epist. 338d.
Middle Liddell
παράκουσμα, ατος, τό,
a false story, Strab. [from παρακούω