συνθεωρέω

From LSJ
Revision as of 16:55, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθεωρέω Medium diacritics: συνθεωρέω Low diacritics: συνθεωρέω Capitals: ΣΥΝΘΕΩΡΕΩ
Transliteration A: syntheōréō Transliteration B: syntheōreō Transliteration C: syntheoreo Beta Code: sunqewre/w

English (LSJ)

A contemplate or observe at the same time, Arist.PA645a12, APr.67a37, Thphr.HP1.14.4, BGU1855.4 (i B.C.); take a comprehensive survey of, Epicur.Ep.2p.55U., Nat.11.10:—Pass., Phld. Po.Herc.994.38; συνθεωρεῖσθαι . . τὴν γῆν ἀσπορήσειν it was observed also that... PTeb.61 (b).33 (ii B.C.). II act as θεωρός or go to a festival together, Ἐλευσῖνάδε Lys.8.5; τινι with one, Ar.V.1187; σ. καὶ συνευωχεῖσθαι Arist.EE1245b4.

Greek (Liddell-Scott)

συνθεωρέω: θεωρῶ, ἐπισκοπῶ ἢ παρατηρῶ συγχρόνως, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 5, 5, Ἀναλυτ. Πρ. 2. 21, 8. ΙΙ. ἐνεργῶ ὡς θεωρός, ἢ πορεύομαι εἰς ἑορτὴν ἢ πανήγυριν ὁμοῦ, Ἐλευσῑνάδε Λυσίας 112. 35· τινί, μετά τινος, Ἀριστοφ. Σφ. 1187· σ. καὶ συνευωχεῖσθαι Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδ. 7. 12, 24.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 contempler ensemble;
2 faire partie d’une députation de théores avec, τινι.
Étymologie: σύν, θεωρέω II.

Greek Monotonic

συνθεωρέω: μέλ. -ήσω, μετέχω ως θεωρὸς σε, θρησκευτική αποστολή, πορεύομαι μαζί πηγαίνοντας σε γιορτή ή πανηγύρι, σε Λυσ.· τινί, με κάποιον, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θεωρέω, Att. ook ξυνθεωρέω mede- theôros zijn, met dat. met iem.. ἀκόντων ὑμῶν Ἐλευσῖνάδε ξυνθεωρεῖν dat (ik) tegen jullie wil als theôros mee was naar Eleusis [Lys.] 8.5.

Russian (Dvoretsky)

συνθεωρέω:
1) вместе смотреть, совместно рассматривать (τι Arst., Sext.);
2) участвовать в праздничной процессии (τινι Arph.; Ἐλευσῖνάδε Lys.).

Middle Liddell

fut. ήσω
to act as θεωρός or go to a festival together, Lys.; τινί with one, Ar.